-
1 κενεος
-
2 κενος
эп.-ион. κενεός и κεινός 3(compar. κενότερος и κενώτερος, superl. κενότατος и κενώτατος)1) пустой, порожний(τρυφάλεια, τὰ ὄχεα, νῆες Hom.; οἴκησις, εὐνή, τράπεζαι Soph.; τάφος Eur.)
ξὺν ἀνδράσιν κάλλιον ἢ κεινῆς (sc. γῆς) κρατεῖν Soph. — лучше управлять мужами, чем безлюдной страной2) пустой, бесплодный, напрасный(εὔγματα Hom.; ἐλπίδες Aesch.; κήρυγμα NT.)
3) пустой, неосновательный, бессмысленный(γνώμη Soph.; φόβος Eur.; φρόνημα, λόγοι Plat.; ἄνθρωπος NT.)
διὰ κενῆς Thuc., ἐν κενοῖς Soph. и εἰς κενόν Diod. — бесцельно, попусту, впустую;ἥ διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων Thuc. — пустое потрясание оружием;ἥκεις οὐ κενή Soph. — ты пришла не даром4) лишенный, не имеющий(τοῦ νοῦ, φρενῶν Soph.; συμμάχων, δακρύων Eur.; τὸ πεδίον κενὸν δένδρων Plat.)
κ. ἐπιστήμης Plat. — невежественный;ὑπ΄ ἄσθματος κ. Aesch. — еле переводящий дыхание (от усталости);κενέ λέαινα Soph. — покинутая (львом, т.е. одинокая) львица;σῶμα κενόν Plut. — изможденное тело;τὰ ιερὰ κενὰ πάντων Xen. — совершенно опустошенные храмы5) пустой, глупый(ἀνόητος καὴ κ. Arph.)
См. также в других словарях:
κενεός — κενεός, ή, όν (ιων. και δωρ. τ.) βλ. κενός … Dictionary of Greek
κενεός — κενός empty masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεότης — κενεότης, ἡ (Α) [κενεός] κενότητα, κενός χώρος … Dictionary of Greek
κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… … Dictionary of Greek
μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… … Dictionary of Greek