-
1 κενέωσις
-
2 κενέωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενέωσις
-
3 κενεώσιας
κενέωσιςfem acc pl (epic doric ionic aeolic) -
4 κένωσις
A emptying, depletion, οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα.. κενώσεις τινές εἰσι .. ; Pl.R. 585b, cf. Phlb. 35b, BGU904.13 (ii A.D.): —poet. [full] κενέωσις,πόντου κ. ἀνὰ πέδον Pi.Fr.107.12
: metaph.,κένωσις βίου Vett.Val.190.30
;κ. τοῦ γιγνώσκειν Iamb.Comm.Math.11
.2 Medic., evacuation, Hp.Aph.2.8, interpol.in Dsc.2.50; κ. τῶν οἰκείων, opp. κάθαρσις τῶν ἀλλοτρίων, Gal.18(2).134.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κένωσις
См. также в других словарях:
κενέωσις — κενέωσις, ἡ (Α) [κενώ] ποιητ. τ. τού κένωσις* … Dictionary of Greek
κενεώσιας — κενέωσις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κένωση — η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) [κενώ] 1. το άδειασμα 2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση νεοελλ. το σερβίρισμα αρχ. 1. ιατρ. ελάττωση τού αίματος, πενιχρή δίαιτα 2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα … Dictionary of Greek