-
1 κενέβρειος
κενέβρειος, ον,A = θνησείδιος (cf. Ael.NA6.2), esp. of dead cattle: κενέβρεια, τά, carrion, Ar.Av. 538 (anap.), cf.Fr. 693.2 τὰ κ. the dog's-meat market, Erot. (sg.as v.l.), Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενέβρειος
-
2 κενέβρειον
κενέβρειοςcarrion: masc /fem acc sgκενέβρειοςcarrion: neut nom /voc /acc sg -
3 κενεβρείων
κενέβρειοςcarrion: masc /fem /neut gen pl -
4 κενέβρεια
κενέβρειοςcarrion: neut nom /voc /acc pl -
5 κινάβρα
Grammatical information: f.Meaning: `smell of a (he-)goat' (Luc., Poll.).Derivatives: κιναβράω `smell like a goat' (Ar. Pl. 294).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. Doubts about the usual connection with κενέβρειος in Schwyzer 350. No doubt a Pre-Greek word.Page in Frisk: 1,853Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κινάβρα
См. также в других словарях:
κενέβρειος — κενέβρειος, ον (Α) 1. (για ζώα) νεκρός, ψόφιος 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) τα κενέβρεια α) πτώματα, θνησιμαία, ψοφίμια β) η αγορά όπου πωλούνταν θνησιμαίο κρέας για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πολύ αμφβλ. η σύνδεσή του με το κινάβρα] … Dictionary of Greek
κενέβρειον — κενέβρειος carrion masc/fem acc sg κενέβρειος carrion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεβρείων — κενέβρειος carrion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενέβρεια — κενέβρειος carrion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινάβρα — η (Α κινάβρα) 1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα 2. (για πρόσ.) η μυρωδιά τού ιδρώτα αρχ. 1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῡ τήν κινάβραν», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία β) τα περιττώματα γ) το πυκνό … Dictionary of Greek