Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κεμπός

См. также в других словарях:

  • κέμφος — ή κέμπος, ὁ (Α) (εσφ. γρφ. αντί κέπφος) μικρό θαλάσσιο πτηνό …   Dictionary of Greek

  • κέπφος — ο (Α κέπφος) είδος θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ κέπφος, αἴθνια», Αριστοτ.) αρχ. ελαφρόμυαλος άνθρωπος, ανόητος άνθρωπος («οὐ γὰρ προσήκει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»