-
1 κέπφος
κέπφος, ὁ (nach den Alten mit κοῦφος verwandt), ein Seevogel, procellaria, der sich mit Meerschaum leicht locken u. fangen läßt, Arist. H. A. 9, 35. Dah. ein leichtsinniger, einfältiger, leicht zu berückender Mensch, Gimpel, Ar. Par 1032 Plut. 912; Lycophr. 836. – Bei Hesych. steht auch κεμπός dafür, wie bei Schol. Ar. κέμφος.
См. также в других словарях:
κέμφος — ή κέμπος, ὁ (Α) (εσφ. γρφ. αντί κέπφος) μικρό θαλάσσιο πτηνό … Dictionary of Greek
κέπφος — ο (Α κέπφος) είδος θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ κέπφος, αἴθνια», Αριστοτ.) αρχ. ελαφρόμυαλος άνθρωπος, ανόητος άνθρωπος («οὐ γὰρ προσήκει… … Dictionary of Greek