-
1 κεμαδοσ-σόος
κεμαδοσ-σόος, Rehe (κεμάς) scheuchend, jagend, πόνος ἄγρης, Nonn. D. 5, 230. 9, 171 u. öfter.
-
2 κεμαδοσσόος
κεμαδοσ-σόος, Rehe (κεμάς) scheuchend, jagend
1 κεμαδοσ-σόος
κεμαδοσ-σόος, Rehe (κεμάς) scheuchend, jagend, πόνος ἄγρης, Nonn. D. 5, 230. 9, 171 u. öfter.
2 κεμαδοσσόος