-
1 κελεφία
κελεφία, ἡ, der Aussatz, sp. Medic.
-
2 κελεφία
κελεφία, ἡ, u. κελεφίᾱσις, ἡ, der Aussatz
См. также в других словарях:
κελεφία — κελεφία, ἡ (Μ) [κελεφός] η νόσος λέπρα … Dictionary of Greek
κελεφιώ — κελεφιῶ, άω (Μ) [κελεφία] πάσχω από κελεφία*, είμαι λεπρός … Dictionary of Greek
κελεφίασις — κελεφίασις, ἡ (Μ) [κελεφιώ] το να πάσχει κάποιος από τη νόσο κελεφία, δηλ. τη λέπρα … Dictionary of Greek