-
1 κελευθοποιος
-
2 κελευθοποιός
κελευθο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελευθοποιός
-
3 κελευθοποιοί
κελευθοποιόςroad-making: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
κελευθοποιός — κελευθοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, κλειθρο ποιός] … Dictionary of Greek
κελευθοποιοί — κελευθοποιός road making masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek