Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κελεπούρι

  • 1 κελεπούρι

    το вещь, купленная по дешёвке; удачная покупка; находка;

    τό έχω — или (τό βρήκα) κελεπούρι — это мне досталось по дешёвке, даром;

    κελεπούρι ψάχνω — или ψάχνω γιά κελεπούρι — стараться получить что-л, задарма, задаром

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κελεπούρι

  • 2 находка

    нахо́д||ка
    ж τό εὔρημα, τό κελεπούρι / ὁ θησαυρός (о человеке):
    бюро́ \находкаοκ γρα-φεῖον ἀπολεσθέντων ἀντικειμένων.

    Русско-новогреческий словарь > находка

  • 3 бобр

    α.
    κάστορας, βύδρα, νερόσκυλο, ενυδρίς.
    εκφρ.
    убить бобраπαρμ.• α) πιάνω μεγάλο κελεπούρι (αποκτώ μεγάλο θησαυρό), β) ειρν. άνθρακες ο θησαυρός• πηγαίνω για μαλλί και γυρίζω κουρεμένος.

    Большой русско-греческий словарь > бобр

  • 4 дождь

    α.
    1. βροχή, υετός•

    проливной -νεροποντή, όμβρος•

    дождь идёт βρέχει•

    дождь моросит ψιχαλίζει•

    дождь перестал η βροχή σταμάτησε•

    собирается дождь ο καιρός είναι για βροχή•

    мелкий дождь ψιλή βροχή•

    дождь льт как из ведра βρέχει με το τουλούμι, ρίχνει με τ' ασκί, ρίχνει καρεκλοπόδαρα•

    переждать дождь αφήνω (περιμένω)να περάσει (να σταματήσει) η βροχή.

    2. μτφ. πλήθος, αφθονία•

    дождь вопросов βροχή ερωτημάτων•

    дождь похвал σωρός επαίνων.

    επίρ.
    βροχηδόν.
    εκφρ.
    золотой дождь – μεγάλο κελεπούρι.

    Большой русско-греческий словарь > дождь

  • 5 жирный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. λιπαρός, λιπώδης, λιγδερός•

    -ая пища λιγδερή τροφή•

    -ое мясо παχύ κρέας•

    жирный обед λιπαρό φαγητό.

    || από λίπος•

    -ое пятно λεκές από λίπος.

    2. παχύς, χοντρός, παχύσαρκος. || (για φυτά) ζωηρός, ζουμερός, γεμάτος, θραψερός.
    3. μτφ. ποιοτικός, καλής ποιότητας•

    -ая известь ασβέστη σαν γιαούρτη•

    -ая земля παχιά γη.

    4. μτφ. πηχτός, παχύρρευστος•

    -ая грязь πηχτή λάσπη.

    5. χοντρός, εξογκωμένος, μεγάλος•

    жирный шрифт χοντρά στοιχεία τύπου•

    жирный заголовок μεγάλη επικεφαλίδα•

    -ые буквы χοντρά γράμματα.

    εκφρ.
    жирный кусок – κέρδος ανε-παντεχο, κελεπούρι•
    жирно будет – θα είναι πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > жирный

  • 6 находка

    θ. (κυρλξ. κ. μτφ.)
    1. εύρημα,
    2. κελεπούρι• ευκαιρία.
    3. επινόηση.

    Большой русско-греческий словарь > находка

  • 7 kelepir

    ευκαιρία, κελεπούρι, κοψοχρονιά

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kelepir

См. также в других словарях:

  • κελεπούρι — το (λ. τουρκ. ή περσ.), ανέλπιστο εύρημα ή εμπόρευμα που αγοράζεται φτηνά: Βρήκα ένα κελεπούρι! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κελεπούρι — το 1. ανέλπιστο εύρημα, ευκαιρία ή κέρδος που υπερβαίνει κάθε προσδοκία 2. εμπόρευμα που αγοράζεται πολύ φθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kelepir] …   Dictionary of Greek

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • Καλούτσας, Τάσος — (Θεσσαλονίκη 1948 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»