-
1 κελεπούρι
-
2 находка
нахо́д||каж τό εὔρημα, τό κελεπούρι / ὁ θησαυρός (о человеке):бюро́ \находкаοκ γρα-φεῖον ἀπολεσθέντων ἀντικειμένων. -
3 бобр
-а α.κάστορας, βύδρα, νερόσκυλο, ενυδρίς.εκφρ.убить бобра – παρμ.• α) πιάνω μεγάλο κελεπούρι (αποκτώ μεγάλο θησαυρό), β) ειρν. άνθρακες ο θησαυρός• πηγαίνω για μαλλί και γυρίζω κουρεμένος. -
4 дождь
дождь 1-я α.1. βροχή, υετός•проливной -νεροποντή, όμβρος•
дождь идёт βρέχει•
дождь моросит ψιχαλίζει•
дождь перестал η βροχή σταμάτησε•
собирается дождь ο καιρός είναι για βροχή•
мелкий дождь ψιλή βροχή•
дождь льт как из ведра βρέχει με το τουλούμι, ρίχνει με τ' ασκί, ρίχνει καρεκλοπόδαρα•
переждать дождь αφήνω (περιμένω)να περάσει (να σταματήσει) η βροχή.
2. μτφ. πλήθος, αφθονία•дождь вопросов βροχή ερωτημάτων•
дождь похвал σωρός επαίνων.
дождь 2επίρ.βροχηδόν.εκφρ.золотой дождь – μεγάλο κελεπούρι. -
5 жирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. λιπαρός, λιπώδης, λιγδερός•-ая пища λιγδερή τροφή•
-ое мясо παχύ κρέας•
жирный обед λιπαρό φαγητό.
|| από λίπος•-ое пятно λεκές από λίπος.
2. παχύς, χοντρός, παχύσαρκος. || (για φυτά) ζωηρός, ζουμερός, γεμάτος, θραψερός.3. μτφ. ποιοτικός, καλής ποιότητας•-ая известь ασβέστη σαν γιαούρτη•
-ая земля παχιά γη.
4. μτφ. πηχτός, παχύρρευστος•-ая грязь πηχτή λάσπη.
5. χοντρός, εξογκωμένος, μεγάλος•жирный шрифт χοντρά στοιχεία τύπου•
жирный заголовок μεγάλη επικεφαλίδα•
-ые буквы χοντρά γράμματα.
εκφρ.жирный кусок – κέρδος ανε-παντεχο, κελεπούρι•жирно будет – θα είναι πάρα πολύ. -
6 находка
-и θ. (κυρλξ. κ. μτφ.)1. εύρημα,2. κελεπούρι• ευκαιρία.3. επινόηση. -
7 kelepir
ευκαιρία, κελεπούρι, κοψοχρονιά
См. также в других словарях:
κελεπούρι — το (λ. τουρκ. ή περσ.), ανέλπιστο εύρημα ή εμπόρευμα που αγοράζεται φτηνά: Βρήκα ένα κελεπούρι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κελεπούρι — το 1. ανέλπιστο εύρημα, ευκαιρία ή κέρδος που υπερβαίνει κάθε προσδοκία 2. εμπόρευμα που αγοράζεται πολύ φθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kelepir] … Dictionary of Greek
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
Καλούτσας, Τάσος — (Θεσσαλονίκη 1948 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, ιδιαίτερα με… … Dictionary of Greek