Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κελαιν-ώψ

См. также в других словарях:

  • λιπαρώψ — λιπαρώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λαμπρή όψη, λαμπρή εμφάνιση, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + ὤψ, ὠπός «όψη» (πρβλ. κελαιν ώψ)] …   Dictionary of Greek

  • μονώψ — μονώψ, ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωψ / ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν ώψ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»