-
1 κελαιν-ώψ
κελαιν-ώψ, ῶπος, dasselbe, κελαινώπεσσι Κόλχοισιν, den schwarzen, Pind. P. 4, 212.
-
2 κελαιν-ωπός
κελαιν-ωπός, = κελαινώπης, Arcad. p. 67, 10.
-
3 κελαιν-εγχής
κελαιν-εγχής, ές, mit schwarzer, blutgefärbter Lanze, Ἄρης Pind. N. 10, 84.
-
4 κελαιν-ώπης
κελαιν-ώπης, ϑυμός, eigtl. schwarz von Ansehen, finster, die furchtbare Leidenschaft, der Zorn, Soph. Ai. 934, vgl. Lob. zu der Stelle.
-
5 κελαιν-ῶπις
κελαιν-ῶπις, fem. zum Vorigen, νεφέλα, die finstere Wolke, Pind. P. 1, 7.
-
6 κελαινώπας
A black-faced: hence, gloomy, (lyr.):—fem. [suff] κελαιν-ῶπιςνεφέλα Pi.P.1.7
:—also [suff] κελαιν-ωπός, ή, όν, Hdn. Gr.1.188.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαινώπας
-
7 κελαινεγχής
κελαιν-εγχής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαινεγχής
-
8 κελαινώψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαινώψ
-
9 κελαινεγχής
κελαιν-εγχής, ές, mit schwarzer, blutgefärbter Lanze -
10 κελαινώπης
κελαιν-ώπης, ϑυμός, eigtl. schwarz von Ansehen, finster, die furchtbare Leidenschaft, der Zorn -
11 κελαινῶπις
κελαιν-ῶπις, νεφέλα, die finstere Wolke -
12 κελαινεγχης
-
13 κελαινωπης
-
14 κελαινωπις
-
15 κελαινωψ
См. также в других словарях:
λιπαρώψ — λιπαρώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λαμπρή όψη, λαμπρή εμφάνιση, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + ὤψ, ὠπός «όψη» (πρβλ. κελαιν ώψ)] … Dictionary of Greek
μονώψ — μονώψ, ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωψ / ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν ώψ] … Dictionary of Greek