-
1 κελαινεφής
A black with clouds, Homeric epith. of Zeus, shrouded in dark clouds, cloud-wrapped,παρὰ πατρὶ κελαινεφεῖ Il.21.520
, cf. Pi.Pae.6.55; addressed as κελαινεφές in Il. 15.46, Od.13.147.2 generally, dark-coloured,ῥέε δ' αἷμα κ. 11.36
, cf. Il.4.140; πεδίον κ. black, rich soil, Pi.P.4.52;σκότος κ. Id.Fr. 142
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαινεφής
См. также в других словарях:
κελαινεφής — κελαινεφής, ές (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα σύννεφα 2. (ως επίθ. τού Διός) ο τυλιγμένος σε μαύρα σύννεφα, ο σκεπασμένος με σύννεφα 3. αυτός που έχει μαύρο χρώμα, ο σκοτεινός («ῥέε δ αἷμα κελαινεφές», Ομ. Οδ.) 4. (για έδαφος) γόνιμος, εύφορος.… … Dictionary of Greek