-
1 κελαινοχρως
См. также в других словарях:
κελαινόχρως — κελαινόχρως, ωτος, ὁ, ἡ και κελαινόχρους, ουν (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρη χροιά, μελαψό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + χρως (< χρώς «επιδερμίδα, χροιά»), πρβλ. απαλό χρως, μελάγ χρως. Ο τ. κελαινόχρους < κελαινός + χρους (< χρους <… … Dictionary of Greek
κελαινόχρως — black coloured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… … Dictionary of Greek
κελαινόχρους — κελαινόχρους, ουν και οος, οον (Α) βλ. κελαινόχρως … Dictionary of Greek