Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κελαδεινός

См. также в других словарях:

  • κελαδεινός — κελαδεινός, ή, όν και αιολ. τ. κελαδεννός, ή, όν (Α) 1. ηχηρός, θορυβώδης 2. αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα εινός (αιολ. εννός), πρβλ. φα εινός / φα εννός] …   Dictionary of Greek

  • κελαδεινός — sounding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαδεινά — κελαδεινός sounding neut nom/voc/acc pl κελαδεινά̱ , κελαδεινός sounding fem nom/voc/acc dual κελαδεινά̱ , κελαδεινός sounding fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαδεινῶν — κελαδεινός sounding fem gen pl κελαδεινός sounding masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαδεινόν — κελαδεινός sounding masc acc sg κελαδεινός sounding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαδεννῶν — κελαδεινός sounding fem gen pl κελαδεινός sounding masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαδεννόν — κελαδεινός sounding masc acc sg κελαδεινός sounding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαδεινοῦ — κελαδεινός sounding masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαδεινούς — κελαδεινός sounding masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαδεινῆς — κελαδεινός sounding fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαδεινῇ — κελαδεινός sounding fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»