-
1 χάζω
χάζω, selten, od. nur im comp. ἀναχάζω, gew. med. χάζομαι, fut. χάσομαι, ep. auch χάσσομαι, aor. ἐχασάμην, ep. χάσσασϑαι, u. ( κεκαδόμην) κεκάδοντο, Il. 4, 497. 15, 574, – weichen, sich zurückziehen, fliehen; oft in der Il., nie in der Od.; χώρησεν δ' ἄρα τυτϑὸν ἐπάλξιος· οὐδ' ὅγε πάμπαν χάζετο, Iliad. 12, 406; χάζεσϑαι ἑτάρων εἰς ἔϑνος, u. öfter; auch ἂψ χάζομαι, 3, 32. 11, 585. 14, 408 u. sonst; ὀπίσω χάζεσϑαι 5, 702. 18, 160; c. gen., οὐκ ἐϑέλουσι πυλάων χάσσασϑαι, vom Thore weichen, 12, 172; κελεύϑου 11, 504. 12, 262; φωτός 16, 736; νεκρῶν 13, 193. 17, 357; μάχης 14, 426; δουρός 11, 539; auch ἐκ βελέων, 16, 122; ὑπ' ἔγχεος 13, 153; sp. D., μηκέτι νῦν χάζεσϑε, φίλοι, πάτρηνδε νέεσϑαι Ap. Rh. 4, 190. – Bei den att. Dichtern c. inf. = sich scheuen, anstehen, δὶς ϑανεῖν οὐ χάζομαι Eur. Or. 1114, wie Alc. 336 Heracl. 600, wo aber Elmsl. u. Monk οὐχ ἅζομαι vorziehen, wie der Schol. erkl. οὐκ εὐλαβοῦμαι. – Von der ursprünglich factitiven Bdtg des act. finden sich bei Hom. noch fut. κεκαδήσω u. aor. κέκαδον, machen, daß Einer von Etwas weicht, berauben, πολλοὺς τόδε τόξον κεκαδήσει ϑυμοῦ καὶ ψυχῆς Od. 21, 153. 170, wird sie des Lebens berauben, wie ϑυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών Il. 11, 334, wo Eust. erkl. ὑποχωρῆσαι ποιήσας, Hesych. στερήσας. Andere ziehen diese Form zu κήδω, wie das unter diesem Worte angeführte κεκαδήσομαι, u. erkl., wie Passow, um das Leben betrüben, d. i. berauben, weil ja das Leben das Liebste ist. – In Bezug auf die Prosa siehe die compp. ἀναχ., διαχ.
-
2 κεκαδήσομαι
κεκαδήσομαι u. κεκαδήσω, fut. zu κήδομαι u. κήδω.
-
3 κήδω
κήδω, besorgt machen, betrüben; κῆδε δὲ ϑυμόν Il. 5, 40, öfter; übh. Schaden zufügen, verletzen, kränken, καλόν τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κέ με κήδῃ 9, 611; ὃς τόξοισιν ἔκηδε ϑεούς 5, 604; χειμὼν μῆλα κήδει 17, 550; vgl. 24, 542 Od. 9, 402. 23, 9; Hes. O. 362. Dazu fut. κηδήσοντες, Il. 24, 240, Schol. πενϑήσοντες. Die alten Gramm. haben auch das fut. κηδέσω gebildet, um κηδεμών, κηδεστής abzuleiten. – Pass. κηδόμενος, betrübt, Il. 1, 586. – Med. κήδομαι, sich bekümmern, Sorge tragen für Einen, sich seiner annehmen, τινός, κήδετο γὰρ Δαναῶν, ὅτι ῥα ϑνήσκοντας ὁρᾶτο Il. 1, 56; Δαναῶν οὐ κήδεται οὐδ' ἐλεαίρει 11, 663; εἰ δὲ καὶ Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ 7, 204; κηδέσκετο Od. 22, 358; καδόμενοι Pind. Ol. 6, 47; absol., Aesch. πόλιν φύλαξαι κήδεσαί τ' ἐναργῶς Spt. 126; εἴπερ τι τοῦ σαυτοῦ βίου κήδει Soph. O. R. 1061; Ai. 202; auch κεἴ τινος κήδει πέρι, Phil. 617; εὐνοῶν καὶ κηδόμενος vrbdt Ar. Nub. 1410; in Prosa, ἐμεῦ ϑεοὶ κήδονται Her. 1, 209; τῆς Ἑλλάδος 9, 45; auch μὴ ἀπόλωνται κηδόμενος, 7, 220; Thuc. 6, 76; Xen. Hell. 6, 4, 5 Cyr. 5, 5, 34; εἴ τίς γε αὑτοῦ καὶ σμικρὸν κήδεται Plat. Charm. 173 a; κηδόμενος ἵνα μὴ δύῃ Polit. 273 d; neben φροντίζειν, Rep. I, 344 e; Ggstz ὀλιγωρεῖν, Isocr. – Dieselbe Bdtg hat κεκαδήσομαι, Il. 8, 352 οὐκέτι νῶϊ ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεϑα; vgl. noch χάζομαι wegen κεκαδήσω u. κέκαδον. – Das perf. κέκηδα = κήδομαι, Tyrt. 3, 28. – Ael. bei Suid. auch = bestatten.
-
4 χάζω
χάζω, weichen, sich zurückziehen, fliehen; c. gen., οὐκ ἐϑέλουσι πυλάων χάσσασϑαι, vom Tore weichen; c. inf. = sich scheuen, anstehen; κεκαδήσω u. aor. κέκαδον, machen, daß einer von etwas weicht, berauben; πολλοὺς τόδε τόξον κεκαδήσει ϑυμοῦ καὶ ψυχῆς, wird sie des Lebens berauben
См. также в других словарях:
κεκαδήσω — (Α) θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῡ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. τού ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται… … Dictionary of Greek
χάζω — Α 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς», Ομ. Οδ.) 2. αποσύρομαι, οπισθοχωρώ («ὁ δὲ χασάμενος πολεμίχθη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χάζω (< *χαδjω) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *gheә1 τής ΙΕ ρίζας *ghē «είμαι… … Dictionary of Greek