-
1 κεκράκτης
κεκράκτης, ὁ, der Schreier; Ar. Eq. 137; Luc. Iup. trag. 33 u. Sp.
-
2 κεκράκτης
κεκράκτης, ὁ, der Schreier -
3 κατα-κεκράκτης
κατα-κεκράκτης, ὁ, der Andere niederschrei't, sie durch Schreien todt macht, Ar. Equ. 304, Conj. für καὶ κεκράκτης.
-
4 κράκτης
κράκτης, ὁ (κράζω, vgl. κεκράκτης), der Schreier, Schol. Od. 5, 408; Poll. 5, 90; bei Plut. reip. ger. praec. 9 ist κεκράκτης aus Ar. Ran. 137 hergestellt.
-
5 κέκραξ
-
6 κατακεκράκτης
κατα-κεκράκτης, ὁ, der andere niederschreit, sie durch Schreien tot macht
См. также в других словарях:
κεκράκτης — bawler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκράκτης — ο (Α κεκράκτης) νεοελλ. θορυβώδης εγκάθετος σε πολιτική συγκέντρωση, μπράβος αρχ. 1. αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς, κράχτης («ἅρπαξ, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνήν ἔχων», Αριστοφ.) 2. κόρακας («κεκρᾱκται κόρακες», σχόλ. στον Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κεκράκται — κεκράκτης bawler masc nom/voc pl κεκράκτᾱͅ , κεκράκτης bawler masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκράκτην — κεκράκτης bawler masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκράκτας — κεκράκτᾱς , κεκράκτης bawler masc acc pl κεκράκτᾱς , κεκράκτης bawler masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέκραξ — κέκραξ, αγος, ὁ (Α) άλλος τ. του κεκράκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κέκραγ τού κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ κραγ α)] … Dictionary of Greek
κατακεκράκτης — κατακεκράκτης, ὁ (Α) αυτός που επιβάλλει με τις φωνές του σιγή σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεκράκτης «φωνακλάς» (< κέκραγα παρακμ. τού κράζω)] … Dictionary of Greek
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek
κράκτης — ο (AM κράκτης, Α θηλ. κράκτρια) [κράζω] κράχτης* μσν. 1. (στο Βυζάντιο) καθένας από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το σύνθημα επευφημιών τού βασιλιά κατά τις επίσημες γιορτές 2. ψάλτης εκκλησίας αρχ. κεκράκτης* … Dictionary of Greek