-
1 κειμηλιον
τό1) бережно хранимое достояние, ценность, сокровище(κειμήλια ταῦτα σῳζέσθω Soph.; κειμήλια βασιλικά Plut.)
τῆ νῦν, καί σοι τοῦτο κ. ἔστω Hom. — возьми же (эту чашу), и пусть будет она тебе памятью2) имущество, состояние(κειμήλιά τε πρόβασίς τε Hom.)
-
2 διαδαιομαι
делить между собой, разделять(κειμήλια παῦρα Hom. - in tmesi; γαῖαν τρίχα Pind. - in tmesi; τέν ληΐην Her.)
-
3 εκπεμπω
1) высылать, посылать(δῶρά τινι Her.; ναῦς καὴ πεζὰς στρατιάς, πρέσβεις, ἐκπέμπεσθαι ἐς Μυτιλήνην Thuc.; ἀμφοτέρους ὑπάτους Plut.)
ἀποικίας ἐ. Plat. — отправлять переселенцев, т.е. создавать колонии2) выделять, испускатьλαμπρὸν ἐ. σέλας Aesch. — испускать яркий свет;τὸ ὑγρὸν ἐ. Arst. — выделять влагу3) отсылать, выводить, увозить(τινὰ νεῶν, κειμήλια ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς, med. τινα δόμου θύραζε Hom.; τοὺς ἀχρείους Xen.; τοὺς παῖδας καὴ τὰς γυναῖκας ἐκ τῆς πόλεως Isocr.)
4) вызывать(τινὰ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν, med. τινα τῶν δωμάτων Soph.)
5) выносить(τὸν θανόντα δόμων Plut.)
6) вывозить, экспортировать(ὧν ἐπλεόναζον, med. τὰ πλεοναζοντα τῶν γιγνομένων Arst.)
7) удалять прочь, изгонять(τινὰ ἄτιμον, med. φυγάδας γῆς Soph.)
8) pass. умиратьοὐ στενακτὸς οὐδ΄ ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph. — он скончался без стонов и страданий
-
4 εσθλος
дор. ἐσλός 31) хороший, отличный, славный(ἑταῖρος, ἵπποι Λαομέδοντος Hom.)
2) храбрый, мужественный(ἡγεμών Hom.)
3) славный, благородный, знатный(πατήρ Soph.; δώματα Eur.)
ἐσθλῶν κακός Soph. — дурной отпрыск славных предков4) богатый(βροτός Hes.)
5) дорогой, (драго)ценный(ἀγάλματα, κτήματα, κειμήλια Hom.)
6) благой, добрый, благожелательный(ἔπος Hom.)
7) предвещающий счастье, благоприятный(ὄρνιθες, ὕπαρ Hom.; ὕπνος Soph.)
8) счастливый(τύχη Soph.; γάμοι Eur.)
9) целительный(φάρμακα Hom.)
ἐσθλὸν Διὴ χεῖρας ἀνασχέμεν Hom. — полезно воздевать руки к Зевсу10) преданный, верный(δωμάτων χύων Aesch.; εἴς τινα Soph.)
11) разумный, мудрый(βουλή Hom.)
12) искусный, опытный(ἐν σταδίῃ Hom.)
-
5 κειμηλιος
2бережно хранимый, оберегаемый:πατέρ ὅτῳ καὴ μήτηρ ἐν οἰκίᾳ κεῖνται κειμήλιοι Plat. — у кого отец и мать покоятся дома как драгоценное сокровище -
6 σαος
(эп. compar. σαώτερος; acc. sing. σῶν; nom. pl. σῷ, σᾶ, acc. pl. σῶς, σᾶ; остальные формы - от σῶος и σόος)1) здравый, невредимый(σῶς καὴ ὑγιής Her., Thuc.; βούλομ΄ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι Hom.)
2) целый, находящийся в полной сохранности, неповрежденный(τὰ κειμήλια Hom.; ἄγαλμα Her.; ἥ χιών Plat.)
ποτὸν κρηναῖον σῶν Soph. — неиссякший родник3) верный, несомненный, неизбежный(ὄλεθρος Hom.)
См. также в других словарях:
κειμήλια — κειμήλιον anything stored up as valuable neut nom/voc/acc pl κειμήλιος treasured up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειμήλι' — κειμήλια , κειμήλιον anything stored up as valuable neut nom/voc/acc pl κειμήλια , κειμήλιος treasured up neut nom/voc/acc pl κειμήλιε , κειμήλιος treasured up masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Ιστορικό (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1962 στο επιβλητικό κτίριο όπου λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του ’30 η Βουλή των Ελλήνων (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, οδός Σταδίου), το οποίο αποπερατώθηκε το 1875 πάνω σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Bοulanger. Στη μόνιμη έκθεση… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
CIMELIARCHA — in Collatione factâ Constantinop. sub Iuliano, Vir vener abilis Eusebius Presbyter et Cimiliarcha sanctissimae maioris Ecclesiae: Κειμηλιάρχης, in l. fin. §. 1. Cod. de Bon. auctor. iudic. possid. et Nov. 40. §. 1. Κειμηλιοφύλαξ, in Concil.… … Hofmann J. Lexicon universale
αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… … Dictionary of Greek
οπισθόδομος — Το πίσω τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού, θέση αντίθετη προς τον πρόναο. Ο. είχαν οι περισσότεροι από τους ελληνικούς ναούς και ιδιαίτερα οι περίπτεροι. Ο ο. του Παρθενώνα στην Αθήνα σχημάτιζε τη δυτική στοά και κλεινόταν με υψηλά διάφρακτα, τα… … Dictionary of Greek
Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… … Dictionary of Greek