Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κεδρόμηλον

См. также в других словарях:

  • κεδρομήλων — κεδρόμηλον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρόμηλα — κεδρόμηλον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρόμηλο — το (Α κεδρόμηλον) νεοελλ. ονομασία τού καρπού τών ειδών τού γιουνίπερου αρχ. κίτριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + μῆλον] …   Dictionary of Greek

  • μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»