-
1 κεδροκούκουτσο
το кедровый орех -
2 κεδρίς
(-ίδος) η см. κεδροκούκουτσο
См. также в других словарях:
κεδροκούκουτσο — το ο καρπός τού δένδρου κέδρος … Dictionary of Greek
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek