-
1 κεγχραλέτης
κεγχραλέτηςgrinding millet: masc nom sg -
2 κεγχραλέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεγχραλέτης
-
3 κεγχραλέτης
κεγχρ-αλέτης, ὁ, Hirse mahlend -
4 πασπαλέτης
πασπαλέτης, ὁ, nach Galen. bei Hippocr. = κεγχραλέτης.
-
5 πασπαλέτης
A = κεγχραλέτης, Gal.19.128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πασπαλέτης
-
6 πασπάλη
Grammatical information: f.Meaning: `fine flour etc.' = παιπάλη, πάλη (Ar. V. 91 [metaph. of a very small measure], H., Phot., Suid.).Compounds: πασπαλη-φάγος 'π.-eating' (Hippon.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Popular word of unknown formation; orig. *[σ]πα-σπάλη with dissim. (Schwyzer 260 a. 334 with Bq a. Curtius) is quite hypothetical. Cf. Masson Hipponax 155 w. n. 2 (one supposed Lyd. origin). - The relation with παιπάλη is quite unclear.Page in Frisk: 2,477Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πασπάλη
См. также в других словарях:
κεγχραλέτης — κεγχραλέτης, ὁ (Α) αυτός που αλέθει κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + άλέτης «αλεστής» (< ἀλῶ «αλέθω»)] … Dictionary of Greek
κεγχραλέτης — grinding millet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… … Dictionary of Greek
πασπαλέτης — ὁ, Α ο κεγχραλέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *πασπαλαλέτης, με απλολογία (< πάσπαλος + ἀλέτης < ἀλέω «αλέθω»)] … Dictionary of Greek