-
1 Cut
v. trans.P. and V. τέμνειν, κόπτειν.Hew: P. and V. τέμνειν, κόπτειν, ἐκτέμνειν, V. κείρειν.Cut a road or canal: P. τέμνειν.met., affect deeply: P. and V. δάκνειν.met., curtail: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν, κολούειν.Cut clean off.: P. and V. ἀποκαυλίζειν (Thuc. 2, 76).Intercept: P. ἀπολαμβάνειν, διαλαμβάνειν.Cut off by a wall: P. ἀποικοδομεῖν (acc.).Shut out: P. and V. ἀποκλῄειν.Cut open: P. διακόπτειν (used of cutting open a lip, Dem. 1259).Cut out: P. and V. ἐκτέμνειν.Interrupt a person speaking: P. ὑπολαμβάνειν, Ar. ὑποκρούειν; see Interrupt.Cut through enemy's ranks, etc.: P. διακόπτειν (acc.) (Xen.).Carve: V. κρεοκοπεῖν, ἀρταμεῖν.Cut up small: P. κερματίζειν.——————adj.Cut off: V. τομαῖος.——————subs.Slice: Ar. τόμος, ὁ, P. τμῆμα, τό (Plat.), περίτμημα, τό (Plat.).Blow: P. and V. πληγή, ἡ, V. τομή, ἡ.Wound: P. and V. τραῦμα, τό.If the cut be deep: P. εἰ βαθὺ τὸ τμῆμά (ἐστι) (Plat., Gorg. 476C).Short cut: Ar. ἀτραπὸς σύντομος, ἡ.By the shortest cut: P. τὰ συντομώτατα (Thuc. 2, 97).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cut
-
2 Crop
subs.Fruit of the soil: P. and V. καρπός, ὁ, Ar. and V. ἄροτος, ὁ, στάχυς, ὁ, V. γῆς βλαστήματα, τά, γῆς φυτά τά, P. τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα. (Plat.), τὰ ὡραῖα.He who provides the seed is responsible for the crop: P. ὁ τὸ σπέρμα παρασχὼν οὗτος τῶν φύντων αἴτιος (Dem. 280.).Harvest: P. and V. θέρος, τό.Crop of birds: Ar. πρηγορών, ὁ.met., crop of traitors: P. φορὰ προδοτών, ἡ (Dem. 245).——————v. trans.Browse: P. and V. νέμεσθαι (Plat., also Ar.).With mane close-cropped in dishonour: V. κουραῖς ἀτίμως διστετιλμένης φόβης (Soph., frag.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crop
-
3 Shave
v. trans.P. and V. ξυρεῖν.Cut the hair: P. κείρειν.Shaved: V. ξυρήκης, Ar. and V. κεκαρμένος.With head shaved: V. κρᾶτʼ ἀπεσκυθισμένη (Eur., Tro. 1026).( You see) my head and hair shaved with the razor: (ὁρᾶς) κρᾶτα πλόκαμόν τʼ ἐσκυθισμένον ξυρῷ (Eur., El. 241).Wont you look ridiculous with only one-half of your face shaved? Ar. οὔκουν καταγέλαστος δῆτʼ ἔσει τὴν ἡμίκραιραν τὴν ἑτέραν ψιλὴν ἔχων; (Thesm. 226).Shave off: Ar. ἀποξυρεῖν.Graze, touch: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.),Always just shaving past in their ships: P. ἐν χρῷ ἀεὶ παραπλέοντες (Thuc. 2, 84).Have narrow shave: see narrow escape, under Narrow.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shave
См. также в других словарях:
Κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. — κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κείρεσθαι — κείρω kṛṇā´ti pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать — Шерсть стриги, да не сдирай шкуры. Ср. Boni pastoris est tondere pecus, non deglubere. Sueton. Tib. 32. Ср. κείρεσθαί μου τα πρόβατα, αλλ ουκ αποξήρεσθαι βούλομαι. D. Kass. 57, 10 (не источник, а перевод с латинского). Ср. χηπωρον μισώ τον εκ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать — Добраго пастыря дѣло овецъ стричь, а кожи не снимать. Шерсть стриги, да не сдирай шкуры. Ср. Boni pastoris est tondere pecus, non deglubere. Sueton. Tib. 32. Ср. κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. D. Kass. 57, 10 (не… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
περιτρόχαλος — ον, ΜΑ φρ. α) «περιτρόχαλος κουρά» κούρεμα τών μαλλιών γύρω γύρω στο κάτω μέρος τους β) «περιτρόχαλα κείρεσθαι» το να κόβει κανείς τα μαλλιά του γύρω γύρω στο κάτω μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτροχος + επίθημα αλος (πρβλ. γνάφ αλος)] … Dictionary of Greek