-
121 εὖτε
εὖτε, poet. u. Her. = ὅτε (von dem es nach Buttm. Lexil. II p. 227 nur dialectisch verschieden ist, vgl. Apollon. de adv. p. 538, 5; Andere leiten es von οὗ ab, = εὗτε), 1) von der Zeit, als, da, – a) c. indic., εὖτε γὰρ ἠέλιος φαέϑων ὑπερέσχεϑε γαίης, συμφερόμεσϑα μάχῃ, als die Sonne aufging, da begannen wir den Kampf, Il. 11, 735; gew. folgt bei Hom. eine Partikel im Nachsatz, ἔνϑα, 6, 392, ἔπειτα, Od. 17, 320, τῆμος δή, 13, 93, δὴ τότε, 22, 182, καὶ τότε δή ῥα, 24, 149, τόφρα δέ, 20, 73, das einfache δέ, Il. 12, 373 Od. 17, 359. Mit Verschiebung der Sätze fängt es den zweiten Satz an, Il. 5, 396 Od. 20, 56; Pind. Ol. 3, 29 u. öfter; Tragg. u. sp. D. – b) c. conj. mit ἄν, εὖτ' ἄν = ὅταν, im Falle daß, sobald als, so oft als, in Beziehung auf Gegenwart u. Zukunft, Il. 1, 242. 2, 34. 228. 19, 158 Od. 1, 192. 17, 320; so Hes. O. 169; auch εὖτ' ἂν δή, 321; Pind. Ol. 6, 67 P. 3, 106; Aesch. Pers. 226 u. öfter; Soph. O. C. 1231; Tr. 286 El. 617; Eur. Alc. 948 Herc. Für. 1331; sp. D. So auch Her. 2, 63. 6, 27. Das ἄν fehlt Od. 7, 202; Aesch. Spt. 320; Hes. Th. 28 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 801; Aenigm. 22 (XIV, 45). – c) c. optat., wenn, so oft als, in Beziehung auf die Vergangenheit, H. h. 17, 8; Aesch. Ag. 551, wie Hes. Sc. 164; Ap. Rh. 2, 471. – d) c. partic., μάταν γάρ, εὖτ' ἂν ἐσϑλά τις δοκῶν ὁρᾶν – βέβακε ὄψις Aesch. Ag. 411. – 2) causal, weil, Soph. O. C. 84 Ai. 716. – 31 Adv. der Vergleichung, = ἠΰτε, gleich wie, Il. 3, 10, auch 19, 386, bei Bekker u. Spitzner;
-
122 δυναστεία
δυναστεία, ἡ, Macht, Herrschaft, bes. wenn mehrere eine solche Macht wider die Gesetze ausüben, die bei dem Einzelnen τυραννίς heißt, vgl. Arist. pol. 4, 5, wo er sie als eine Art der Oligarchie bestimmt, ὅταν παῖς ἀντὶ πατρὸς εἰςίῃ (also erblich) καὶ ἄρχῃ μὴ ὁ νόμος ἀλλ' οἱ ἄρχοντες; so wie Thuc. 3, 62 δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν εἶχε τὰ πράγματα; u. Plat. τὴν ὑπὸ τῶν ὀλίγων δυναστείαν, Polit. 291 d; ἀρχήν τινα ἢ τυραννίδα ἢ δ. Gorg. 429 b; δ. ἢ βασιλεῖαι Rep. V, 499 b. Diese Herrschaft kann in Aristokratie übergehen, Plat. Legg. III, 681 d; οἱ τὰς δυναστείας ἔχοντες Isocr. 2, 8; vgl. 4, 65; Lys. 2, 18. 9, 14; Xen. Hell. 5, 4, 6 u. Sp. Bei Pol. 3, 18, 1 = die höchste Magistratur in den Städten. Allgemeiner, = Herrschaft; Soph. O. R. 593 neben ἀρχή, der τυραννίς entggstzt; Φιλίππου, Ἀλεξάνδρου, Dem. 18, 270.
-
123 δι-έχω
δι-έχω, 1) auseinander halten; ὁ ποταμὸς σχιζόμενος – διέχων τὰ ῥέεϑρα ἀπ' ἀλλήλων τρία στάδια Her. 7, 51; τὴν φάλαγγα Arr. An. 1, 1, 13; τὰς χεῖρας, ausstrecken, Plut. Ant. 20; bes. Cim. 12 u. a. Sp.; διέχειν τὸ πλῆϑος καὶ ἀνείργειν vrbdt Plut. Tib. Graech. 18, abhalten; vgl. Alcib. 4. – 2) (durchhalten) durchdringen; Iliad. 5, 100 διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός, ἀντικρὺ δὲ διέσχε, er drang durch und an der andern Seite wieder hervor, nicht »ragte hervor«, denn der aorist. διέσχε steht hier in der Bdtg des Anfangens; »ragte hervor« würde Griechisch imperfect. sein; Apollon. Lex. Homer. p. 58, 29 διέσχε· διῆλϑε; Iliad. 11, 253 ἀντικρὺ δὲ διέσχε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή; διὰ τοῦ ἥπατος διέχει ἡ μεγάλη φλέψ, geht hindurch, Arist. H. A. 1, 17; vgl. part. anim. 3, 4, wo es dem διατείνω entspricht; dah. ἔκ τινος εἴς τι, von wo aus sich wohin erstrecken, Her. 4, 142. 7, 122. – 3) auseinander stehen, getrennt, entfernt sein; Theogn. 970; ἀπ' ἀλλήλων Thuc. 2, 81, wie Xen. An. 1, 8, 17; ἀλλήλων 1. 10, 14; Thuc. 8, 95; Pol. 5, 103, 6; absolut, ὅταν διάσχῃ τὰ κέρατα An. 3, 4, 20; dah. ὁ Ἑλλήσποντος σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα διέχει, breitet sich aus, hat eine Weite von 15 Stadien, Hell. 2, 1, 21; ähnl. ὁ ποταμὸς εἰς πλάτος διέσχε Arr. An. 6, 5, 6; ἡ γῆ διέσχε σεισμῷ, die Erde barst, Philostr.; übh. = auseinander treten, Plut. Pomp. 20, oft. – Von der Zeit, οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς, waren dazwischen, Soph. O. R. 717. – Auch τόλμῃ διέχειν, = διαφέρειν, sich auszeichnen, App. Pun. 132.
-
124 δημόσιος
δημόσιος (Sp. auch 2 End.), dem Volk od. dem Staat angehörend, öffentlich, Ggstz ἴδιος, z. B. ἀγρός, Her. 5, 29; πλοῦτος, Thuc. 1, 80; Plat. Gorg. 469 e u. öfter; γῆν δημοσίαν ποιεῖν, zum Staatsgut machen, confisciren, Lys. 18, 14; δημόσιον γίγνεσϑαι, εἶναι, Staatsgut werden, ἀφίησιν αὐτὰ δημόσια εἶναι Thuc. 2, 13; δημόσιον γίγνεσϑαι, d. i. öffentlich verkauft werden, Plat. Legg. V, 742 b; τὰ δημόσια, Staatseinkünfte, Ar. Vesp. 554; οἰκοδομήματα u. ähnl., Plat. Legg. XII, 952 c; ἀγών, auf öffentliche Kosten veranstaltet, XI, 865 a; δίκαι, ἀγῶνες, Staatsprocesse, Aesch. 1, 2; Arist. pol. 6, 3; – ὁ δημόσιος, a) jeder öffentliche Diener in Athen, Her. 6, 121 u. Folgde, nach B. A. 234 ὁ τῆς πόλεως δοῦλος, vgl. Lob. ad Phryn. 476; so Ar. Lys. 436, wo es Einer von der Stadtwache ist, vgl. Böckh Staatshh. I, S. 222; Dem. 2, 19, bei dem auch ein öffentlicher Schreiber so heißt, wie App. B. C. 3, 14. – b) der Folterknecht, Aesch. 2, 36; der Scharfrichter, Henker, D. Sic. 13, 102. Auch ein Verbrecher, der als der Sündenbock für den ganzen Staat hingerichtet wird, Ar. Equ. 1114, Schol. φαρμακός, w. m. s.; – τὸ δημόσιον, der Staat, Her. 1, 14; Ggstz βασιλεύς, 6, 59; das Gemeinwesen, ὅταν τὸ δ. ὑπό τινος τῶν πολιτῶν ἡγῆταί τις ἀδικεῖσϑαι Plat. Legg. VI, 767 b; ἐκ τοῠ δημοσίου, von Staatswegen, Xen. Lac. 3, 4; πρὸς τὸ δημόσιον προςιέναι, Staatsgeschäfte übernehmen, Dem. Bes. Staatskasse, ὁ ἐκ δημοσίου μισϑός, Thuc. 6, 31; Xen. Hell. 5, 2, 10; ἡ ἐκ δ. τροφή, Plat. Rep. V, 465 d. Auch = Staatsgefängniß, Thuc. 5, 18; Staatsarchiv, Dem. 18, 142. Bei Pol. 6, 13, 3 sind τὰ δημόσια Staatsgebäude; – ἡ δημοσία, dor. δαμοσία, sc. σκηνή, das Zelt der spartanischen Könige, Xen. Lac. 13, 7, vgl. Hell. 4, 5, 8. – Bei Plat. Phil. 51 c, δημόσια καὶ περιφανῆ, = allbekannt.
-
125 μονόω
μονόω, ion. u. ep. μουνόω, v ereinze ln, machen, daß Etwas einzeln oder einsam ist; ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων, Od. 16, 117. er machte das Geschlecht einzeln, daß immer nur ein Sohn da war, vgl. die folgdn Verse; häufiger im pass., δείδω μή τι πάϑῃσιν ἐνὶ Τρώεσσι μονωϑείς, Il. 11, 470, allein gelassen od. verlassen, vgl. Od. 15, 386; γυνὴ μονωϑεῖσ' οὐδέν, Aesch. Suppl. 730; δεσποτῶν μονοὐμενος, Eur. Rhes. 871; μονωϑεὶς σῆς δάμαρτος, Alc. 297, beraubt; auch μονωϑεῖσ' ἀπὸ πατρὸς καὶ μητέρος, I. A. 669. – In Prosa; μεμουνωμένοι συμμάχων, Her. 1, 102. 6, 15, öfter; μεμονῶσϑαι, Thuc. 4, 126; μονωϑεὶς μετ' ὀλίγων, 6, 101; ὅταν πυρὸς ἀποχωρισϑὲν ἀέρος τε μονωϑῇ, Plat. Tim. 59 e, vgl. 46 e, öfter; Xen. u. Folgde; αὔταρκες, ὃ μονοὺμενον, allein, für sich, αἱρετὸν ποιεῖ τὸν βίον, Arist. Eth. 1, 7; dem μεϑ' ἑτέρου entgeggstzt, 10, 23; μεμονωμένοις πάσης βοηϑείας, von aller Hülfe entblößt, D. Sic. 19, 39; auch absol. μεμονωμένοι, Plut. Them. 9; μονώσαντες τὸν Φίλιππον, nachdem sie ihn von allen Bundesgenossen entblößt hatten. Pol. 5, 16, 10.
-
126 βλαίσωσις
βλαίσωσις, ἡ, eigtl. Krümmung der Füße nach außen, Galen.; wie praevaricatio übertr., Arist. rhet. 2, 23 med. ἡ βλ. τοῦτ' ἔστιν, ὅταν δυοῖν ἐναντίοιν ἑκατέρῳ ἀγαϑὸν καὶ κακὸν ἕπηται, ἐναντία ἑκάτερα ἑκατέροις.
-
127 λεαίνω
λεαίνω, ep. λειαίνω, fut. λεανῶ, ep. λειανέω, glatt machen, glätten, poliren; vom Hornarbeiter, πᾶν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέϑηκε κορώνην Il. 4, 111; ἵπποισι κέλευϑον πᾶσαν λειανέω, τρέψω δ' ἥρωας Ἀχαιούς, den Weg für die Rosse bahnen, 15, 260; λείηναν δὲ χορόν Od. 8, 260; ὁπόταν λεαίνῃ τὰ τραχυνϑέντα Plat. Tim. 66 c; τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας Conv. 191 a; παρειαὶ λεαινόμεναι Polit. 270 e; λίϑος ὅταν λεανϑῇ S. Emp. pyrrh. 1, 130; – ξυρούμενοι καὶ λεαινόμενοι Theopomp. bei Ath. VI, 260 e, vgl. XII, 518 a u. Luc. Cyn. 14; – ἐστρατοπεδεύοντο τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα λεαίνοντες Her. 4, 122, alle Bäume und Sträucher abhauend; zerreiben, zermalmen, z. B. im Mörser, 1, 200, wie Nic. Alex. 545, δοίδυκι λεήνας; von den Zähnen, die Speisen zermalmen, Xen. Mem. 1, 4, 6, wie Arist. part. anim. 3, 1 H. A. 2, 5. – Uebertr., mildern, in ein milderes Licht stellen, τὸν λόγον, Her. 8, 142. – Auch τὴν ἀκρόασιν, das Ohr kitzeln, dem Ohre schmeicheln, Schäf. zu D. Hal. C. V. p. 137; vgl. λ. τὴν κατάποσιν Muson. bei Stob. fl. 18, 38.
-
128 λείβω
λείβω, träufeln, fließen lassen, vergießen, bes. wie σπένδω, vom Opfer, οἶνον, Il. 1, 463. 16, 231 Od. 3, 460; Hes. O. 726; μέϑυ λείβειν, Od. 12, 362, Wein als Trankopfer ausgießen, spenden; auch mit dem dat. des Gottes, οἶνον Ἀϑήνῃ λείβειν, Il. 10, 579; ohne Zusatz, spenden, ein Trankopfer bringen, 24, 285, wie λείβειν Διΐ, ϑεοῖς, 6, 266. 7, 481 Od. 2, 432. So vrbdt auch Aesch. ϑύειν τε λείβειν τε, Suppl. 959; ὅταν σπονδὰς ϑεοῖς μέλλωσι λείβειν, Eur. Ion 1033, u. sp. D. – Sonst noch δάκρυα λείβειν, Thränen vergießen, wie εἴβω, Il. 13, 88. 18, 32 Od. 5, 84. 158; δάκρυ λείβοντες Aesch. Spt. 51, ἐκ δ' ὀμμάτων λείβουσι δυςφιλῆ λίβα Eum. 54; δι' ὄμματος ἀστακτὶ λείβων δάκρυον Soph. O. C. 1253; Eur. Andr. 417 u. sp. D., wie δάκρυα λειβέμεν ὄσσων Orph. Arg. 546; Plat. Rep. III, 411 b vrbdt es mit τήκω, schmelzen. – Pass. sowohl δακρύοις λείβεσϑαι, in Thränen zerfließen, Hes. Sc. 390; vgl. Eur. Andr. 532 λείβομαι δακρύοις κόρας; Ar. Equ. 327; auch in der Anth. öfter, wie Anyte 18 (VII, 646) δάκρυσι λειβομένη; – als δακρύοισιν λειβομένοις, von den fließenden Thränen, Eur. Phoen. 1522; u. dah. ϑρῆνος λειβόμενος, Pind. P. 12, 10; übh. = fließen, träufeln, λειβόμενον ἀπὸ τῶν ὀστῶν καὶ στάζον Plat. Tim. 82 d; ἐλείβετο δὲ αὐτῇ τὰ δάκρυα κατὰ τῶν παρειῶν, die Thränen rannen die Wangen herab, Xen. Cyr. 6, 4, 3; Sp., bei denen es auch übh. hinschmelzen, verschmachten bedeutet. – Medial ist Aesch. Prom. 399 ῥαδινὸν λειβομένα ῥέος παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς.
См. также в других словарях:
όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… … Dictionary of Greek
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
αρματολοί και κλέφτες — Στρατιωτικά σώματα όπου ήταν οργανωμένοι οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία, τα οποία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Τα πρώτα σώματα που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση ήταν των αρματολών. Τα στελέχωσε… … Dictionary of Greek
Άγιος Θωμάς και Πρίγκιπας — Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής, στον Κόλπο της Γουινέας.Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Αγίου Θωμά και Πρίγκιπα Έκταση: 1.001 τ. χλμ. Πληθισμός: 165.034 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άγιος Θωμάς (50.000 κάτ.)Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής … Dictionary of Greek
Καλλίμαχος και Χρυσορρόη — Τίτλος έμμετρου βυζαντινού διηγήματος του 17ου αι., που αποτελείται από 2.067 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, που διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά θεματικά μοτίβα των μεσαιωνικών παραμυθιών, ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek