-
101 ὀκτω-και-δεκ-έτις
ὀκτω-και-δεκ-έτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen; Luc. Tox. 24; Diosc. 32 (VII, 167).
-
102 ὀκτω-και-δεκ-έτης
ὀκτω-και-δεκ-έτης, ὁ, oder -ετής, ές, achtzehnjährig; Dem. 40, 4 (im accus. - κέτη); D. C. 44, 4.
-
103 ὀκτω-και-δέκατος
ὀκτω-και-δέκατος, der achtzehnte; Od. 5, 279. 24, 65; Dem. u. Folgde.
-
104 ὀκτω-καί-δεκα
ὀκτω-καί-δεκα, achtzehn; Her. 2, 111, Plat. Legg. II, 666 a u. sonst.
-
105 ἐπ-εννεα-και-δέκατος
ἐπ-εννεα-και-δέκατος, λόγος, das Verhältniß 19: 20, Aristid. Quint.
-
106 ἐφ-επτα-και-δέκατος
ἐφ-επτα-και-δέκατος, ein Ganzes u. ein Siebenzehntel (18/17) enthaltend, Plut. de anim. procr. e Tim. 18.
-
107 ἐφ-εκ-και-δέκατος
ἐφ-εκ-και-δέκατος, ein Ganzes und ein Sechszehntel enthaltend (17/16), Plut. de anim. procr. e Tim. 18.
-
108 ἐννεα-και-δεκα-πλασίων
ἐννεα-και-δεκα-πλασίων, ονος, neunzehnfach, Plut. plac. phil. 2, 25.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐννεα-και-δεκα-πλασίων
-
109 ἐννεα-και-δεκαταῖος
ἐννεα-και-δεκαταῖος, am neunzehnten Tage, Sp.
-
110 ἐννεα-και-δεκα-ετηρίς
ἐννεα-και-δεκα-ετηρίς, ίδος, ἡ, Zeit von neunzehn Jahren, Plut. plac. phil. 2, 32 D. Sic. 12, 36.
-
111 ἐννεα-και-δεκα-έτης
ἐννεα-και-δεκα-έτης, ὁ, neunzehnjährig, D. Sic. 2, 47 χρόνος.
-
112 ἐννεα-και-δεκά-μηνος
ἐννεα-και-δεκά-μηνος, neunzehn Monat alt, Ep. ad. 729 ( App. 177).
-
113 ἐννεα-και-δεκ-έτις
ἐννεα-και-δεκ-έτις, ιδος, ἡ, fem. dazu, Eust.
-
114 ἐννεα-και-δεκ-έτης
ἐννεα-και-δεκ-έτης, ες, neunzehnjährig, Asclep. 35 (VII, 11).
-
115 ἐννεα-και-δέκατος
ἐννεα-και-δέκατος, der neunzehnte, Hippocr. u. A.
-
116 ἐννεα-καί-δεκα
ἐννεα-καί-δεκα, neunzehn, Hom. u. Folgde.
-
117 ἑπτα-και-εικοσα-πλάσιος
ἑπτα-και-εικοσα-πλάσιος, siebenundzwanzigfach, Plat. Tim. 35 e.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἑπτα-και-εικοσα-πλάσιος
-
118 ἑπτα-και-εικοσ-ετής
ἑπτα-και-εικοσ-ετής, für ἑπτακαιεικοσαετής, Anth. app. 251.
-
119 ἑπτα-και-εικοσι-μόριος
ἑπτα-και-εικοσι-μόριος, 1/27 enthaltend, Theolog. ar. p. 4.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἑπτα-και-εικοσι-μόριος
-
120 ἑπτα-και-εικοσα-ετής
ἑπτα-και-εικοσα-ετής, ές, siebenundzwanzigjährig, D. Hal. 4, 7. 10, 36.
См. также в других словарях:
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη … Dictionary of Greek
και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
καί — and indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek