-
41 ἐργάτης
A workman, Hermes 17.5 ([place name] Delos), Ev.Matt.10.10, etc. ; esp. one who works the soil, husbandman,γῆς ἐ. Hdt.4.109
,5.6 ;οἱ ἐ. οἱ περὶ γεωργίαν D.35.32
: abs., S.OT 859, E.El.75, etc.: also with Subst.,ἐ. ἀνήρ Theoc.10.9
, D. 59.50 ; οὑργάτης λεώς the country-folk, Ar. Pax 632 ; of animals, βοῦς ἐ. a working ox, Archil.39, S.Fr. 563 ;ἐ. σφῆκες Arist.HA 627b32
; also ἐ. θαλάττης, of a fisher, Alciphr.1.11 ; ἐ. λίθων a stone-mason, Luc.Somn.2.b in the religious sense, 2 Ep.Ti.2.15, 2 Ep.Cor.11.13 (pl.).2 Adj.hard-working, strenuous,ἐ. στρατηγός X.Cyr.1.6.18
;σώφρων κἀ. Ar.Ach. 611
; opp.ἀργός, Pl.Euthd. 281c ;φειδωλὸς καὶ ἐ. Id.R. 554a
.II one who practises an art,τῶν ἐν πολέμῳ X.Cyr.4.1.4
; ἐ. δίκης, of a judge, Lyc.128: abs., practitioner in some special branch of surgery, e.g. lithotomy,ἐ. ἄνδρες Hp.Jusj.
IV producer,τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων Heraclit.75
;[Αἰὼν] θείας φύσεως ἐ. SIG1125.12
([place name] Eleusis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάτης
-
42 Ἑλλάς
Ἑλλάς, άδος, ἡ, Hellas, said to have been originally the name of the region round Dodona, Arist.Mete. 352a34, Sch.Il.21.194.2 a city of Thessaly, founded by Hellen,οἵ τ' εἶχον Φθίην ἠδ' Ἑλλάδα Il.2.683
.4 Northern Greece, opp. Peloponnesus, D.19.303, Ptol.Geog. 3.14.1: sts. so expld. in the phraseκαθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος Od.1.344
,4.726,al.5 Greece, from Peloponnesus to Epirus and Thessaly inclusively, Hes.Op. 653, Hdt.8.44,47, A.Pers.50 (anap.), 234 (troch.): used collectively for Ἕλληνες, E.Or. 648, Th.1.6, etc.6 as a general name for all lands inhabited by Hellenes, including Ionia, etc., Hdt.1.92, Th.1.3, X.An.6.5.23, etc.;οὔθ' Ἑ. οὔτ' ἄγλωσσος S.Tr. 1060
: hence ἡ ἀρχαία Ἑ. Old Greece, Plu.Tim.37; ἡ μεγάλη Ἑ. Magna Graecia, Plb.2.39.1, Ath.12.523e; including Sicily, Str.6.1.2.7Ἑλλάδος Ἑ., Ἀθῆναι AP7.45
(Thuc.): pl.,τὴν Ἑ. Ἑλλάσι πολλαῖς παραυξήσας Ph.2.567
.8 (sc. φωνή) the Greek language, Ael.VH9.16. -
43 ἔνυδρος
A with water in it, holding water, ἔ. τεῦχος, i.e. a bath, A.Ag. 1128 (lyr.); of countries, well-watered,Ἄργος ἔ. Hes. Fr.24
;Αἴγυπτος ἐοῦσα.. ὑπτίη τε καὶ ἔ. Hdt.2.7
( ἄνυδρος codd.), cf. X.Cyr.3.2.11; opp. χερσαῖος, PMasp.188.5 (vi A.D.);τὸ ἔ.
abundance of water,Hdn.
6.6.4.3 living in or by water, νύμφαι ἔ. λειμωνιάδες who haunt the watery meads, S.Ph. 1454 (anap.); of plants, growing in water, , cf. Thphr.HP1.14.3, 5.3.4; of animals, Pl.Sph. 220b, Plt. 264d; of fish, Arist.IA 713a10, Ti. [dialect] Locr. 104e; of birds, Arist.HA 559a21; τὰ ἔ. (sc. ζῷα) ib. 487a26.4 of land, in the water, submerged, Id.Mete. 352a22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνυδρος
-
44 ἀργέλοφοι
Grammatical information: m. pl.Meaning: `legs and feet of a sheep-skin', generally `offal' (Ar. V. 672 only).Other forms: Cf. ἀργίλοφοι· λαπάραι κωδίων [read: κῳδίων `sheepskin']· οἱ δε πρωκτόν. καὶ μηλωταί (`sheepskin') H.Dialectal forms: Acc. to the sch. and AB 8 Attic for ποδεῶνες `ragged ends of the skins of animals'.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Derivation from ἀργός (but a form in - ε- is then impossible) and λόφος "kann jedenfalls unmöglich richtig sein" (Frisk). One is inclined to consider it as a momentary creation of Aristophanes, but how could his audience then have understood him? Rather simply a word that we do not know. Fur. 358 adduces the gloss with - ι-, which prob. demonstrates a substr. origin. He calls the gloss "völlig unklar", but it is clearly the useless parts of a sheep(skin) (also the meanings `anus' or `membrum virile' (for ποδεών)). A Pre-Gr. word seems probable (e.g. *arg-aly-ap- or - apʷ-?).Page in Frisk: 1,131Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀργέλοφοι
-
45 δίφρος
Grammatical information: m.Meaning: `seat, chair, chariot-board, chariot' (Il.).Derivatives: Diminut.: διφρίσκος (Ar.), διφρίον (Tim. Lex.), διφρίδιον (EM); - δίφραξ `chair' (Theoc.; familiar, Chantr. Form. 379), δίφρακον `id.' (Samos IVa; more s. Chantr. 384); δίφρις ὁ ἑδραῖος, καὶ καθήμενος ἀεί, οἷον ἀργός H.; cf. τρόχις `runner' a. o. - Adj. δίφριος (AP). - Denomin. διφρεύω `drive in a car' (E.) with διφρευτής `chariot-driver' (S.), διφρευτικός (Ephor.), διφρεία `driving a chariot' (X.); more common διφρ-ηλάτης (Pi.) with διφρηλατέω and διφρηλασία.Origin: IE [Indo-European] [228] *du̯i-bhr-o- `two-bearer'Etymology: Prop. "two-bearer", from δίς and φέρω, δί-φρ-ο-ς, originally a chair with two handels or a chair carried by two (on both sides), then the box of a chariot (cf. Fraenkel Άντίδωρον 282). - That δι- in δίφρος in Homer never makes position (Solmsen Unt. 211f.), may be due to dissimilation against the following labial φ (cf. from Skt. Debrunner IF 56, 171ff., Symbolae Hrozný 110f.) or to the fact that δίφρος, like ἱδρώς (Schwyzer 222 n. 5), came from the living language and was outside the tradition of the epic language.Page in Frisk: 1,400-401Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δίφρος
См. также в других словарях:
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
Άργος Ορεστικό — Κωμόπολη (υψομ. 660 μ., 7.558 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα. Αποτελεί έδρα του δήμου Ορεστίδος. Στη σημερινή του θέση βρισκόταν η αρχαία αιολική ομώνυμη πόλη, η οποία κατά την παράδοση είχε χτιστεί από τους … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος … Dictionary of Greek
Αμφιλοχία ή Αμφιλοχικόν Άργος — Πόλη που ίδρυσε ο Αμφίλοχος, γιος του Αμφιαράου και της Εριφύλης, όταν, γυρίζοντας μετά τον Τρωικό πόλεμο στο Άργος, βρήκε την κατάσταση εκεί δυσάρεστη και πήγε στην Ακαρνανία, που ολόκληρο το βόρειο τμήμα της λεγόταν τότε Α. (Θουκυδίδης, Β 68).… … Dictionary of Greek
αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
Φαμπρίτιους — (Fabrittius). Επώνυμο 2 Ολλανδών ζωγράφων του 17ου αι. 1. Φ. Βερνάρδος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Λέγεται πάντως ότι ήταν μαθητής του Ρέμπραντ. Τα σπουδαιότερα από τα έργα του τιτλοφορούνται: Προσωπογραφία του αρχιτέκτονα… … Dictionary of Greek
моутьнѣ — (1*) нар. Лениво, вяло: а(з) рече инамо мутнѣ. ни лѣнивѣ и ѿнелѣже х(с)у обѣща(х)сѧ. i славы ˫ако бремѧ ѿ плещю ѿрѧсо(х) (ἐγὼ νωϑής, ἔφη, εἰμὶ καὶ ἀργός) ГБ ХIV, 194б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στόμαργος — και στύμαργος και στρύμαργος, ον, και στομάργης και στυμάργης, ὁ, Α 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. (μόνον στον τ. στρύμαργος) (κατά τον Γαλ. στο Λεξ. Ιπποκρ.) «ὁ μανικός, ἐπτοημένος περὶ τὰ ἀφροδίσια». [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + ἀργός (Ι) «ταχύς, γρήγορος»… … Dictionary of Greek