-
81 προς-αγωγή
προς-αγωγή, ἡ, das Hinzuführen, das Darbringen, bes. der Opfer, dah. jeder religiöse Aufzug, Her. 2, 58; – συμμάχων, Thuc. 1, 82, wo der Schol. προςάϑροισις erkl.; – das Hinzuführen zum Könige, die Audienz, Xen. Cyr. 7, 5, 45; – αἱ τῶν μηχανημάτων προςαγωγαί, das Heranschaffen der Belagerungsmaschinen, Pol. 1, 48, 2 u. öfter; – auch von Schiffen, guter Landungsplatz, 10, 1, 6; – der Zutritt, bes. Sp., wie N. T.; – ἐκ προςαγωγῆς, allmälig, Luc. Zeux. 6; καὶ κατὰ μικρόν, Arist. pol. 5, 6.
-
82 προς-μειδιάω
προς-μειδιάω, anlächeln, zulächeln, τινί, Luc. merc. cond. 7. 16; Plut., der auch verbindet ὄχλων ἀεὶ τῷ διδόντι προςμειδιώντων ἐφήμερόν τινα καὶ ἀβέβαιον δόξαν, reip. ger. praec. 29; vgl. Lob. Phryn. p. 463.
-
83 προς-αγορεύω
προς-αγορεύω, 1) anreden, anrufen, u. nach den VLL. wie B. A. 14 bes. = ἀσπάζεσϑαι, begrüßen; Δίκην δέ νιν προςαγορεύομεν, Aesch. Ch. 938; ὑφ' ὧν προςηγορεύϑης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ μέλλουσ' ἔσεσϑαι, Prom. 834, du wurdest als die künftige Gemahlinn begrüßt; Ar. Plut. 323; Her. 1, 134; ὥςπερ δυςτυχοῠντες οὐ προςαγορευόμεϑα, Thuc. 6, 16; Plat. Charmid. 164 e u. A. – 2) benennen, nennen; οὐκοῠν καὶ τἄλλα πάντα καλὰ προςαγορεύεις, Plat. Gorg. 474 e; τοὺς φιλοσόφους τοιούτους, so nenne ich die Philosophen, Soph. 216 c; πολλοῖς ὀνόμασι ταὐτὸν τοῦτο ἑκάστοτε προςαγορεύομεν, 251 a, u. öfter; auch pass., sowohl ἑνὶ προςαγορεύεσϑαι ὀνόματι, 219 b, als οὐκ ἀναγκαῖον αὐτῷ προςαγορεύεσϑαι τοὔνομα, Polit. 259 a (vgl. noch πάσας ἡδονὰς ἀγαϑὸν εἶναι προςαγορεύεις, Phil. 13 c, u. Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 141); τοῠτό σε πρ., so nenne ich dich, Xen. Cyr. 7, 2, 9; Folgde; auch τινί τι, Einem Etwas zusprechen, beilegen, Plat. Theaet. 147 d u. Folgde; τοῠτο τοὔνομα προςηγόρευσαν σφᾶς αὐτούς, Pol. 1, 8, 1.
-
84 προς-μελῳδέω
προς-μελῳδέω, dazu Lieder singen, ἀγὼν συμφωνίας ἀμοιβαῖος αὐλοῦ καὶ ῥυϑμοῦ χωρὶς λόγου τοῠ προςμελῳδοῠντος, Ath. XIV, 618 a.
-
85 προς-δια-φθείρω
προς-δια-φθείρω, noch dazu vernichten, verderben; Soph. ὄλωλα καὶ σὲ προςδιαφϑερῶ ξυνών, Phil. 76; Plut. Camill. 22; pass., Isocr. 19, 29; D. Cass. 61, 4.
-
86 προς-δια-λέγομαι
προς-δια-λέγομαι (s. λέγω), sich unterreden, τινί, mit Einem, indem man auf seine Fragen antwortet; διαλεγομένῳ οὐ προςδιαλέγεσϑαι, dem Anredenden nicht antworten, Her. 3, 50; ὁ προςδιαλεγόμενος, der, mit dem man sich unterhält, und der auf die Fragen antwortet, Plat. Soph. 217 c Theaet. 161 b u. öfter; auch = anreden, ϑεοῖς εὐχαῖς προςδιαλεγόμενοι καὶ ἱκετείαις, Legg. X, 887 e; Sp., wie Plut. Pyrrh. 16.
-
87 προς-δανείζω
προς-δανείζω, noch dazu verleihen, ausleihen; med. noch dazu borgen, τί, Xen. An. 7, 5, 5; καὶ ἄλλοϑεν προςδεδανεῖσϑαι Lys. 19, 26; Sp., D. Sic.
-
88 προς-μανθάνω
προς-μανθάνω (s. μανϑάνω), dazu lernen; ἔςτ' ἂν καὶ τὰ λοιπὰ προςμάϑῃς, Aesch. Prom. 699; Ar. Thesm. 20. 24; in späterer Prosa; προςμαϑητέον, Xen. Oec. 13, 1.
-
89 προς-αλίσκομαι
προς-αλίσκομαι (s. ἁλίσκομαι), noch dazu gefangen od. verurtheilt werden; Ar. Ach. 667; προςεαλωκότες ὑπὸ δόξης καὶ ἀπάτης, Plut. de aud. poet. 2 p. 67, wo v. l. προεαλωκότες.
-
90 προς-ουρέω
προς-ουρέω (s. οὐρέω), anpissen; προςεούρουν, Dem. 54, 4; D. L. 6, 46; τινί, Babr. 48, 7; komisch sagt Ar. Ran. 95 ἢν μόνον χορὸν λάβῃ ἅπαξ προςουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ, wo wir etwa sagen könnten »die Tragödie nothzüchtigen« (Droysen »wenn er die Tragödie angegeilt«), und der Schol., es von οὖρος ableitend, fälschlich εὐϑυδρομήσαντα, εὐδοκιμήσαντα erklärt, aber auch das Richtigere giebt, τὸ βραχύν τινα χρόνον διατρίψαντα καὶ τῶν αὐτῶν λήρων ἐκχέαντα τῇ τραγωδίᾳ. Es bildet den Gegensatz zu γόνιμος ποιητής.
-
91 προς-οφλισκάνω
προς-οφλισκάνω (s. ὀφλισκάνω), noch dazu schuldig sein, verschulden, verwirken; αἰσχύνην, Dem. 8, 12; ἀλαζονείαν, Plut. non posse 5. Dazu gehört der aor. προςῶφλον, inf. προςοφλεῖν, auch προςόφλειν betont; absol., στρατηγήσας προςῶφλεν, Antiphan. bei Ath. III, 103 f; gew. c. accus., αἰσχύνην προςοφλεῖν, Dem. 5, 5, u. öfter; ἐπωβελίαν προςοφλών, Aesch. 1, 163; ἀχαριστίας δόξαν, sich noch dazu den Verdacht der Undankbarkeit zuziehen, Plut. Pyrrh. 23; κακοήϑειαν καὶ δυςμένειαν, sich der Bosheit u. Feindseligkeit schuldig machen, id.; προςόφλειν (Bekk. προςοφείλειν) τὸν λεγόμενον ἰχϑύων βίον, machen, daß das Sprichwort in Anwendung kommt, Pol. 15, 20, 3.
-
92 προς-οικειόω
προς-οικειόω, verwandt, vertraut machen, med. sich Einen zum Freunde oder Vertrauten machen; οἱ προςῳκειωμένοι, die nächsten Anverwandten, D. Sic. u. a. Sp.; Plut. sagt Anton. 60 προςῳκείου δὲ ἑαυτὸν Ἡρακλεῖ κατὰ γένος καὶ Διονύσῳ κατὰ τὸν τοῦ βίου ζῆλον. – Uebh. sich Etwas zueignen, Sp., wie Plut.
-
93 προς-ηγορία
προς-ηγορία, ἡ, die Anrede, das Grüßen, Poll. 5, 137; bes. die Tröstung, Sp. – Die Benennung, der Name, οὐχ ὁρᾶτε Φίλιππον ἀλλοτριωτάτας ταύτῃ (τῇ ἐλευϑερίᾳ) καὶ τὰς προςηγορίας ἔχοντα; nämlich βασιλεύς, τύραννος, Dem. 6, 25, u. öfter. – Bei den Grammatikern nomen appellativum im Ggstz des proprium, D. L. 7, 58.
-
94 προς-λέγω
προς-λέγω (s. λέγω), 1) dazu, dabei legen, med. sich dazu, dabei, daneben legen, καὶ προςέλεκτο, Od. 12, 34, aor. syncop., legte sich zu ihm. – 2) dazu reden, hinzusetzen, ἐκεῖνο μόνον, Luc. pseudol. 31. – Hes. O. 501 auch im med., κακὰ προςελέξατο ϑυμῷ, Schlimmes sprach er zu seinem Gemüthe, d. i. er machte bei sich schlimme Anschläge; u. gleich dem act., Ap. Rh. 3, 426. 4, 833; τοὺς ποτελέξατο, Theocr. 1, 92.
-
95 προς-ηνής
προς-ηνής, ές, dor. προςᾱνής, wie ἐνηής, mild, freundlich, wohlwollend, Pind. P. 10, 64; φάρμακα, erquickend, P. 3, 52; von Sachen, brauchbar, tauglich wozu, λύχνῳ προςηνές, gut für die Lampe, d. i. tauglich zum Brennen, Her. 2, 94; προςηνές τι λέγειν, Thuc. 6, 77; Sp., wie Plut. oft; τῷ προςηνεῖ τοῦ φϑέγματος, Luc. rhet. praec. 12. – Adv., καὶ λείως, Luc. V. H. 2, 2.
-
96 προς-άντης
προς-άντης, ες, 1) steil hinangehend, schroff; κέλευϑος, Pind. I. 2, 33; Plat. Phaedr. 230 c; ἀνάβασις, Pol. 1, 55, 9. – 2) rauh, schwer, lästig, widerstrebend, feindselig, adversus, λόγος, Her. 7, 160; κεῖνό μοι μόνον πρόςαντες, Eur. Or. 788, öfter; τινός, Plat. Legg. V, 746 c, εἰ μή τι Μεγίλλῳ πρόςαντες, unbequem, III, 702, d; schwierig. unangenehm, Arist. Eth. 1, 6, 1; καὶ ἀντίτυπος. Alcidam. sophist. p. 674, 14. Sp., wie Plut. u. Luc. – Adv., προςάντως ἀκούειν, ungern, mit Widerstreben oder Erbitterung hören, D. Sic. 14, 1 u. a. Sp.
-
97 προς-έρομαι
προς-έρομαι (s. ἔρομαι), noch dazu fragen; εἰ οὖν καὶ τοῠτό τίς σε προςέροιτο, Plat. Prot. 311 e; Luc. Hermot. 31.
-
98 προς-ᾴδω
προς-ᾴδω, dazu singen; Ar. Equ. 399; τὶν ποταείσομαι, zu dir will ich singen, Theocr. 2, 11; den Gesang begleiten; dah. dazu stimmen, damit übereinstimmen, Plat. Phaed. 86 e; τινί, mit Einem, Soph. Phil. 405, καί μοι προςᾴδετε.
-
99 δυς-πρός-δεκτος
δυς-πρός-δεκτος, 1) schwer annehmend, glaubend, τινός, M. Anton. 1, 5. – 2) schwer anzunehmen, lästig, Plut., καὶ ἀηδής audit. 4, καὶ λυπηρός de virt. et vit. A (p. 312).
-
100 εὐ-προς-όμῑλος
εὐ-προς-όμῑλος, gesellig, ὁ ἡδὺς ἐν συνουσίᾳ καὶ ἀστεῖος B. A. 39.
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek