-
21 προς-κοπή
προς-κοπή, ἡ, = πρόσκομμα, Suid.; Anstoß, Beleidigung, Unwille, ἐφ' οἷς μὲν φϑόνου γενομένου καὶ προςκοπῆς, Pol. 6, 7, 8, u. öfter; τοιαύτη τις ὑπέδραμε προςκοπὴ καὶ μῖσος κατὰ τῶν προειρημένων, 30, 20, 8; καὶ ἀλλοτριότης, 31, 18, 4; Plut. u. a. Sp.
-
22 προς-τρέχω
προς-τρέχω (s. τρέχω), hinzu- od. hinanlaufen, προςδραμὼν πρὸς τοὺς νεκρούς, Plat. Rep. IV, 440 a; Xen. oft, auch feindlich anstürmen, Cyr. 5, 4, 47; προςδραμοῠνται καὶ παρέσονται βοηϑοῠντες, Dem. 21, 224; Folgde; auch übtr., μάλιστα προςτρέχειν πρὸς τὴν ἀλήϑειαν, sich der Wahrheit nähern, Pol. 17, 15, 2; vgl. μάλιστα προςέδραμε πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην, 28, 7, 8; dah. Einem beitreten, 27, 13, 12 u. öfter; προςδραμὼν ἐπὶ τὸ πορϑμεῖον, Luc. Mort. D. 27, 6.
-
23 πρός-ειμι
πρός-ειμι (s. εἶμι), hinzugehen, herankommen, Hom. u. Folgde; absolut, πρόςιϑ' ἀτρέμας, Eur. Or. 149; εἰς εὐνήν, Soph. El. 429; τινί, hingehen zu Einem, πρόςεισί σοι, Ar. Ach. 813 u. öfter; auch c. acc., πρόςειμι δῶμα καὶ βρέτας τὸ σόν, Aesch. Eum. 233; ὅτε Βακχίῳ Ἀλϑαίας δόμους προςῇτε, Eur. Cycl. 40; u. in Prosa: ὅταν αὐτῷ προςίῃ τὸ ἐναντίον, Plat. Phaed. 102 e; προςιέναι πρὸς τὴν Λάχεσιν, Rep. X, 620 d, wie Prot. 316 b; π ροςιτέον ἐγγυτέρω, Theaet. 179 c; προςῇμεν τῇ βουλῇ, Dem. 19, 17; τοῖς ἐφόροις, Pol. 4, 34, 5; πρὸς τὸ δέλεαρ, 25, 21, 7. Auch γυναικί, Xen. Conv. 4, 38, mit einem Weibe Gemeinschaft pflegen, u. Sp.; – τὰ προςιόντα χρήματα, Ar. Eccl. 712, u. τὰ προςιόντα allein, die Einkünfte, Vesp. 664; φόρος προςῄει, Andoc. 3, 9; προςιόντων ἑξακοσίων ταλάντων φόρου, Thuc. 2, 13.
-
24 προς-πίπτω
προς-πίπτω (s. πίπτω), zufallen; im pers. zugefallen sein, dabei liegen, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, am Hafen od. nach dem Hafen zu liegende Küste, Od. 13, 98 (welche Form Andere, wie Buttmann, zu προςπτήσσω ziehen); βωμοῖσι προςπίπτουσα, Soph. Trach. 900; προςπεσὼν ἔχου, Ai. 1160; vgl. προςπεσόντα πως βωμῷ καϑῆσϑαι τοῠ Ποσειδῶνος, O. C. 1159; also fußfällig bitten, anflehen, τί με προςπίπτεις; Eur. Andr. 538; πρόςπιπτε οἰκτρῶς τοῠδ' Ὀδυσσέως γόνυ, Hec. 339, u. öfter; προςπεσὼν αὐτῷ ἱκέτευε, Plat. Ep. VII, 349 a, wie Xen. Cyr. 4, 6, 2; Pol. 10, 18, 7; τὸν Ἀχιλλέα, Luc. paras. 46; – zufällig auf Einen stoßen, treffen, μὴ καὶ λάϑῃ με προςπεσών, Soph. Phil. 46. 156, wie Eur. Herael. 339; πρός τινα, Ar. Equ. 31; προςπεσοῦσα ἄτη, Her. 1, 32; αἱ συμφοραὶ προςπίπτουσαι, die vorfallenden Begebenheiten, 7, 46; αἱ προςπίπτουσαι τύχαι, Thuc. 1, 84, öfter; χαριζόμενος τῇ προςπιπτούσῃ ἐπιϑυμίᾳ, Plat. Rep. VIII, 561 c; ὅταν σοι προςπίπτῃ τι τῶν τοιούτων δογμάτων, wenn es dir vorkommen sollte, Legg. IX, 854 b; zufällig zu Theil werden, ἡ ἀτιμία φιλοσοφίᾳ διὰ ταῠτα προςπέπτωκεν, Rep. VII, 535 c; auch ἄν τινες νόσοι προςπέσωσιν, Phaed. 66 c; χαλεπὴ τύχη προςπεσοῠσα, Legg. V, 747 c; αἰσϑήσεις προςπεσοῠσαι, Tim. 44 a; Pol. vrbdt auch προςπίπτειν ἐς βράχεα, hineingerathen, 1, 39, 3; ὁ χειμάῤῥους προςπίπτει πρὸς τὸν Ἐρύμανϑον fällt in den Er., 4, 70, 9; bes. feindlich auf Einen stoßen, anfallen, angreifen, verstoßen wogegen, ἐς Δίκας βάϑρον προςέπεσες πολύ, Soph. Ant. 848; δυςτυχεστάτῳ προςέπεσον κλήρῳ, Eur. Troad. 291; Thuc. 3, 30; πόλεσιν ἀτειχίστοις, 1, 5, u. öfter; εἴτ' ἐγγύϑεν προςπίπτουσα, εἴτε πόῤῥωϑεν, Plat. Rep. VII, 523 e; Xen. u. A., wie Pol. 1, 28, 9 u. öfter; auch = sich zu Jemandes Partei schlagen, auch = seine Uebereinstimmung zu erkennen geben. – Absolut, Einem zu Ohren kommen, in die Ohren fallen, προςπίπτει ἀβλεμές, es klingt schwach, Long. 29; ἡ φήμη προςπίπτει αὐτοῖς, Pol. 5, 101, 3; προςέπεσε παραγενέσϑαι τοὺς πρεσβευτάς, 25, 4, 10, προςπεπτωκυίας αὐτοῖς τῆς ἁλώσεως, als ihnen die Eroberung zu Ohren gekommen war; vgl. εἴ τισιν ἐξαίφνης ἀκούσασιν ἀπιστότερος προςπέπτωκεν ὁ τοιοῠτος λόγος, Aesch. 3, 59.
-
25 προς-χωρέω
προς-χωρέω, hinzugehen, hinzutreten; στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ, Her. 4, 112; Thuc. 3, 32; von der Sonne, sich nähern, Xen. Mem. 4, 3, 8. – Gew. übtr., beitreten, der Partei oder der Meinung eines Andern, d. i. sie billigen, einwilligen, τοῖς τοῠδε προςχωρεῖν λόγοις, Soph. Phil. 952; πρὸς τὰς ἀνϑρωπηΐας γνώμας, Her. 8, 60, 3; προςεχώρησαν καὶ Μεγαρῆς Ἀϑηναίοις εἰς ξυμμαχίαν, Thuc. 1, 103; fut. aus med., Plat. Rep. VII, 539 a; Xen. u. Folgde, oft Pol., 1, 17, 2. 1, 29, 3 u. sonst. – Sich für überwunden erklären, sich ergeben, Xen. Hell. oft, vgl. 1, 2, 3. 6, 9. 4, 8, 30. – Auch = nahe kommen, übereinkommen, ähnlich sein, im perf., τινί, Her. 4, 104, πρός τι, 1, 172.
-
26 προς-χωρέω [2]
προς-χωρέω, hinzugehen, hinzutreten; στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ, Her. 4, 112; Thuc. 3, 32; von der Sonne, sich nähern, Xen. Mem. 4, 3, 8. – Gew. übtr., beitreten, der Partei oder der Meinung eines Andern, d. i. sie billigen, einwilligen, τοῖς τοῦδε προςχωρεῖν λόγοις, Soph. Phil. 952; πρὸς τὰς ἀνϑρωπηΐας γνώμας, Her. 8, 60, 3; προςεχώρησαν καὶ Μεγαρῆς Ἀϑηναίοις εἰς ξυμμαχίαν, Thuc. 1, 103; fut. aus med., Plat. Rep. VII, 539 a; Xen. u. Folgde, oft Pol., 1, 17, 2. 1, 29, 3 u. sonst. – Sich für überwunden erklären, sich ergeben, Xen. Hell. oft, vgl. 1, 2, 3. 6, 9. 4, 8, 30. – Auch = nahe kommen, übereinkommen, ähnlich sein, im perf., τινί, Her. 4, 104, πρός τι, 1, 172.
-
27 προς-αρτάω
προς-αρτάω, daran anknüpfen oder anhängen, προςήρτηντο δεσμοῖς πρὸς τὰς ἄλλας, Pol. 3, 46, 8; πρὸς τοῖς ἱστοῖς τροχιλίαι προςήρτηντο σὺν κάλοις, 8, 6, 5; – pass. Einem anhangen, ihm ergeben sein, τινί, eng womit verbunden sein, προςηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαϑόν, Xen. Oec. 6, 15; ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προςήρτηται, Plat. Phil. 58 a; τῇ ἡδονῇ προςηρτημένοι, Luc. Necyom. 5; προςηρτηκέναι ἑαυτούς τινι, = προςδεδέσϑαι, Arr. Ep. 1, 1, 14. – Med. Einen von sich abhängig, verbindlich machen, τινά, Sp., Maneth. 4, 200.
-
28 προς-άπτω
προς-άπτω, anheften, κεκόλληται γένος προςάψαι, Aesch. Ag. 1547; anfügen, τί τινι oder πρός τι, μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προςάψῃς, Soph. O. C. 236; φίλην προςάψας χεῖρα, Eur. Suppl. 361; übh. Einem Etwas ertheilen, gewähren, κῦδός τινι, Il. 24, 110; eben so κλέος τινί, Pind. N. 8, 37; τῷ τεϑνηκότι τιμάς, Soph. El. 348, wie 424, von den Todtenopfern; χλιδὴν τέκνῳ, Eur. Ion 27; κόσμον Πενϑεῖ, Bacch. 857; auch med., γῇ τῇδε ἑορτὴν καὶ τέλη προςάψομαι, Med. 1382; εὐδαιμονίαν τινί, Plat. Rep. IV, 420 d; ἐγκώμια τοῖς δρομεῠσι, Legg. VII, 822 d; τὴν ἀρχὴν τελευτῇ, VI, 768 e, u. öfter; Einem Etwas übertragen od. anvertrauen, Xen. Ag. 1, 36; τῇ τύχῃ τὰ κατορϑώματά τινος, Pol. 32, 16, 3; beilegen, Diod. Sic. – Auch intrans., sich anfügen, anreihen, εἰ κακοῖς κακὰ προςάψει τοῖς πάλαι τὰ πρὸς σφῷν, Soph. O. R. 667. – Med. προςάπτομαι, anrühren; ἀληϑείας, Plat. Tim. 71e; Soph. 254 a; Aesch. 1, 125 u. Sp.
-
29 προς-άγω
προς-άγω (s. ἄγω, προςῆξαν Thuc. 2, 97), herbei-, hinzuführen, -bringen; τίς δαίμων τόδε πῆμα προςήγαγε, Od. 17, 446; δῶρά τινι, Einem Geschenke darbringen, H. h. Apoll. 272, wie ϑυσίας τινί, Her. 3, 24; ἄστει κόσμον προςάγων, Pind. I. 5, 69; ὡς σκάφος στρέβλαισι ναυτικαῖσιν ὡς προςηγμένον, Aesch. Suppl. 436; βοσκήματα, Soph. Trach. 759; τίς σε προςήγαγεν χρεία; Phil. 236, er braucht auch das med., ἡ Σφὶγξ σκοπεῖν ἡμᾶς τἀφανῆ προςήγετο, O. R. 131, brachte uns dahin, vermochte uns dazu, παισὶν ὀλέϑριον βιοτὰν προςάγεις, Eur. Med. 993; Νηΐταις πύλαις λόχον, Phoen. 1111; u. med. sich zuführen, erlangen, τῇ 'ρετῇ προςηγόμην πόσιν, Andr. 225; προςάξομαι δάμαρτα, Ion 659, umarmen, Ar. Av. 141; – ἐγγύτατα προςάγειν, Plat. Soph. 234 e; auch Lebloses, Xen. Cyr. 5, 2, 5; παροψῖδάς τινι, 1, 3, 4; προςάγειν τινὶ ὅρκον, Einem einen Eid zuschieben, d. i. ihn den Eid leisten lassen, Her. 6, 74; – πρὸς τὸν δῆμον οὐ προςῆγον, die Gesandten in die Volksversammlung, Thuc. 5, 61; bei Hofe, Xen. Cyr. 1, 3, 8; auch = als Bürger zulassen, Lys. 6, 29. – Med. zu sich führen, an sich locken, auch in schlimmem Sinne, versuchen wozu, χρήμασι καὶ δωρεαῖς τὸν Περσῶν δῆμον προςαγόμενος, Plat. Legg. III. 695 d; Ggstz von ἀπωϑεῖν, Rep. IV, 439 b; προςαγόμενοι τὰς πόλεις, Isocr. 4, 80, Her. προςηγάγετο αὐτούς, er brachte ste auf seine Seite, 2, 172; ἀπάτῃ προςάγεσϑαι τὸ πλῆϑος, Thuc. 3, 43. 48 u. öfter; aber μελλούσης προςάξεσϑαι hat pass. Bdtg, 4, 115; ϑεραπείαις προςαγαγέσϑαι, Isocr. 3, 22; Dem. 2, 8; τῇ τῶν τρόπων ἐπιεικείᾳ πάντας προςηγάγετο, D. Sic. 1, 54, vgl. 15, 8; ὄμματα, die Augen auf sich ziehen. – Intraus., sc. τὸ στράτευμα, anrücken, Xen. An. 1, 10, 9 u. oft, πρὸς πολεμίους, Cyr. 1, 6, 43; sc. ναῦν, landen. Pol. 1, 54, 5; Apollod. 2, 1, 4, sc. ἑαυτόν, sich nähern; πρόςαγε, frisch ans Werk, mache dich daran, Theocr. 1, 62; ὧδε, komm hierher, 15, 78-
-
30 προς-π-ιέω
προς-π-ιέω, hinzumachen, -fügen, für Einen erwerben, dazu gewinnen, ὅπως αὐτοῖς τὴν Κέρκυραν προςποιήσειαν, Thuc. 1, 55, vgl. 3, 70. 4, 47; ὡς φίλην προςποιήσαντες Δέσβον τῇ πόλει, Xen. Hell. 4, 8, 28; δόξαν ἤνεγκε καὶ χάριν προςποιεῖ, Dem. 60, 14; einzeln dei Sp. – Gew. als dep. med., sich noch dazu verschaffen, für sich gewinnen, σὲ προςποιούμεϑα εὔνουν, Eur. Hel. 1403; τὸν δῆμον, Ar. Equ. 215; auch τῶν χρημάτων, Eccl. 871; ξύλινον πόδα, sich dazu machen lassen, Her. 9, 37; auch φίλους, für sich gewinnen, sich geneigt machen, 1, 6, u. ohne diesen Zusatz, 6, 66; Thuc. 1, 137. 2, 30 u. öfter; bes. auch fremdes Eigenthum sich anmaßen, μηδὲν ἔτι προςποιεῖσϑαι τὴν Ἀμφίπολιν, D. Sic. 16, 4; Ansprüche auf Etwas machen, = ἀντιποιεῖσϑαι, Harpocr. aus Isaeus. – Daher sich stellen, als ob man Etwas sei oder besitze, sich den Anschein wovon geben, sich anmaßen Etwas zu sein, von sich vorgeben oder behaupten, daß man Etwas sei, ὅσοι πολιτικοὶ προςποιοῠνται εἶναι, Plat. Gorg. 519 c; ὅσοι προςπ οιοῠνται ἔμπειροι εἶναι, Theaet. 179 e; Phaedr. 273 a u. öfter; προςποιεῖται τὰ βέλτιστα σιτία τῷ σώματι εἰδέναι, Gorg. 464 d; und mit dem Zusatz προςποιούμενοι μὲν εἰδέναι, εἰδότες δ' οὐδέν, Apol. 23 d; Xen. ὁ δὲ νικῶν τῷ δικαίῳ προςεποιεῖτο νικᾶν, wer den Proceß gewann, behauptete, ihn durch seine gerechte Sache gewonnen zu haben, Cyr. 8, 2, 27; μὴ τούτων μὲν ἐχϑ ρὸς ᾖς, ἐμὸς δ' εἶναι προςποιῇ, Dem. 18, 125; Folgde; προςποιεῖται πάντα εἰδέναι, Luc. D. D. 16, 1; Sp. brauchen so auch den aor. pass., προςποιηϑεὶς οὐκ εἰδέναι, Pol. 5, 25, 7. 31, 22. – Dagegen ist μὴ προςποιεῖσϑαι, thun, als ob Etwas nicht der Fall wäre, ἔδει δὲ καὶ εἰ ἠδίκησαν μὴ πρ., Thuc. 3, 47.
-
31 προς-πληρόω
προς-πληρόω, zufüllen, anfüllen, bes. Schiffe, noch dazu bemannen u. ausrüsten, ἔτι ναῦς, Thuc. 7, 34. 8, 10; die Zahl voll machen, καὶ ἱππέας προςεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους, Xen. Cyr. 5, 3, 24; auch im med., ἐμβιβάσας τοὺς ναύτας καὶ προςπληρώσασϑαι κελεύσας, εἴ τις ἐνεδεῖτο, ἐκ τῶν καταλειπομένων, Hell. 5, 1, 27.
-
32 προς-τυγχάνω
προς-τυγχάνω (s. τυγχάνω), dazu kommen, zufällig treffen, begegnen, εἰ δέ τις κακότας προςτύχῃ, Pind. frg. 177; erlangen, προςτυχόντι τῶν ἴσων, Soph. Phil. 548, vgl. El. 1455; τὰ προςτυχόντα ξένια, Eur. Alc. 757; u. in Prosa: ἤδη γὰρ καὶ ἐγὼ τούτων συχνοῖς προςέτυχον, Plat. Soph. 246 b; Polit. 262 b; τὸ προςτυχόν, Tim. 61 e; εἰ πράξει τὸ προςτυχὸν ἑκάστοτε, was sich immer darbietet, Legg. XII, 962 c, ὁ προςτυχὼν ἀεὶ τιμωρείσϑω, Dem. 25, 96; Sp., ὅπλοις αὐτοσχεδίοις καὶ τοῖς προςτυχοῠσιν ὡπλίζετο, Hdn. 7, 12, 2; dah. τὸ προςτυχόν, das Zufällige, das Ungefähr, ἐκ τοῠ προςτυχόντος, von Ungefähr, durch einen Zufall, Plut. de Pyth. or. 25.
-
33 προς-ψύχω [2]
προς-ψύχω, noch dazu oder noch mehr erkälten; 6; οἱ κατὰ πρόςωπον ἀλλήλοις συμπεσόντες, im Ggstz von οἱ κυκλώσαντες; auch κατὰ πρόςωπον ἀπαντᾶν τοῖς πολεμίοις, im Ggstz von φεύγειν, 17, 3, 3; u. übertr., κατὰ πρ. λεγομένων τῶν λόγων, ins Gesicht, 25, 5, 2;. dah. ἡ κατὰ πρ. ἔντευξις, die mündliche, persönliche Unterhaltung, Plut. Caes. 17. – 2) die Person; Ὅμηρος προϑέμενος τὸ τοῠ Ὀδυσσέως πρόςωπον, Pol. 12, 27, 10, u. öfter; auch τὸ τῆς Ἑλλάδος ὄνομα καὶ πρόςωπον, 8, 13, 5, im Ggstz von μονάρχου πρόσχημα καὶ βίος; u. Sp.; κατὰ πρόςωπον, persönlich. – Bes. bei den Gramm. die Person in grammatischem Sinne. – 3) Maske, Larve; Luc. Iup. trag. 41; auch Dem. 19, 287 bei Bekker, v. l. προςωπεῖον. – Von den imagines majorum der Römer, Pol. 6, 53, 5.
-
34 προς-καθ-έζομαι
προς-καθ-έζομαι, bei sp. Schriftstellern des gemeinen Dialekts mit dem aor. pass. προςκαϑεσϑῆναι, att. nur aor. προςεκαϑεζόμην (s. καϑέζομαι), u. fut. προςκαϑεδοῠμαι, – dabei sitzen, sich dabei niederlassen; bes. vor einer Stadt lagern, προςκαϑεζόμενοι καὶ αὐτοὶ τὴν Πύδναν ἐπολιόρκησαν Thuc. 1, 61, u. öfter; auch πολιορκίᾳ, 1, 11; τὴν πόλιν, 1, 26; Xen. Hell. 1, 8, 21; übtr., sich mit Etwas angelegentlich beschäftigen, τοῖς πράγμασι προςκαϑεδεῖται καὶ προςεδρεύσει, Dem. 1, 18; Folgde; τῇ πόλει, die Stadt belagern, Pol. 3, 98, 7, u. öfter, u. a. Sp.
-
35 προς-εξ-ίστημι
προς-εξ-ίστημι, noch dazu, noch mehr außer sich, außer Fassung setzen, χολὴν κινεῖ καὶ ταράττει καὶ προςεξίστησιν, Plut. de sanit. tuenda p. 387.
-
36 προς-δοκάω
προς-δοκάω, ion. - δοκέω ( simpl. δοκεύω), erwarten, vermuthen, fürchten und hoffen; τοιοῠδε μόχϑου τέρμα μή τι προςδόκα, Aesch. Prom. 1028; gew. mit dem inf. fut., εἰ προςδοκᾷς ἐμοῠ τι πευσεῖσϑαι πάρα Prom. 990, καὶ προςδοκᾶν χρὴ δεσπόσειν Ζηνός τινα, 932; auch προςδόκα μολεῖν, Ag. 661; καὶ τί προςδοκῶ νέον, Soph. Phil. 773; μῶν τὴν ϑανοῠσαν ὠφελεῖν τι προςδοκᾷς, Eur. Alc. 1094, öfter; Her. 7, 156; ἆρ' οὐ προςδοκῶμεν εἶναί τινα ἄλλην τἑχνην, Plat. Soph. 234 c; σωτῆρας, Theaet. 170 b; auch pass., τὸ προςδοκώμενον ὑπὸ τῶν πολλῶν, Legg. XII, 966 e; Isocr. 4, 106; Sp., wie Pol. u. Plut., τὸ μέλλον πόῤῥωϑεν Them. 3.
-
37 προς-οικέω
προς-οικέω, 1) dabei wohnen; αὐτήν, bei der Stadt, Thuc. 1, 24; τινὶ ὅμοροι, Isocr. 4, 70, τῶν ποταμοῖς καὶ ϑαλάττῃ προςοικούντων, Plat. Tim. 22 d; Sp. – 2) trans., daneben bewohnen, γῆν ἐνερ-γὸν καὶ προςοικουμένην, Plut. fac. orb. lun. 25.
-
38 προς-ομο-λογέω
προς-ομο-λογέω, auch als dep. med. gebraucht, zugestehen, zugeben, eingestehen, billigen; mit folgendem acc. c. int., Plat. Soph. 248 d u. öfter; ὅτι ᾐσχύνϑη σοι μὴ προςομολογῆσαι, Gorg. 461 b; im pass., Andoc. 1, 15, bes. von Besiegten, auf die Friedensbedingungen eingehen, Xen. An. 7, 4, 24, καὶ αὐτὸς προςωμολόγησε ταῠτα καὶ καλῶς μ' ἔφη λέγειν, Dem. 48, 7; προςομολογοῠσι πλευσεῖσϑαι δεῠρο, versprechen, 56, 6.
-
39 προς-ήγορος
προς-ήγορος, 1) anredend, begrüßend, Παλλάδος ϑεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προςήγορος, Soph. Ant. 1170, Schol. δι' εὐχῶν προςαγορεύουσα, wie Hesych. erkl. προςκυνητής; bei Aesch. Prom. 834 sind προςήγοροι δρύες die Eichen Dodona's, welche Orakel geben. – 2) pass., angeredet, begrüßt, τῷ προςήγορος; Soph. Phil. 1337, Schol. τίς με προςαγορεύσει; vgl. O. R. 1338; dah. übh. Jemandem willkommen, befreundet, φίλους τε καὶ προςηγόρους ἀλλήλοις γίγνεσϑαι, Plat. Theaet. 146 a; übereinstimmend, Rep. VIII, 546 b; καὶ γνώριμοι, Sp., wie Plut. Cic. 40.
-
40 πρός-ειμι [2]
πρός-ειμι (s. εἰμί), daran, dabei sein, τινί; τῷ προςιόντι προςεῖναι, dem Angreifenden Stand halten, entgegentreten, Hes. O. 355; gew. nicht feindlich, τί δ' αὖτε χέρσῳ καὶ προςῆν, Aesch. Ag. 544; τοῠ λόγου δ' οὐ χρὴ φϑόνον προςεῖναι, Soph. Trach. 250; ἀνδρί τοι χρεὼν μνήμ ην προςεῖναι, Ai. 517 u. öfter, wie Eur. τῷ καλῷ λύπη πρός-εστιν, Hec. 383; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρόςεστιν, Phoen. 532; χάρις οὐ πρόςεστι, Heracl. 549; ἐπεὰν προςῇ ἡ ὥρη, wenn die rechte Zeit da ist, Her. 4, 30, vulg. προςίῃ; Plat. ὅσα ἄλλα ἐμοὶ πρόςεστι, Phaedr. 227 d, u. öfter; auch = Einem zukommen, εἰ γὰρ προςῆν, Theaet. 150 b; Hipp. mai. 294 d; ὧν οὐδὲν ἐμοὶ προςὸν ἀπέδειξεν, Antiph. 5, 9.
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek