-
61 δια-φόρησις
δια-φόρησις, ἡ, das Zerstreuen; καὶ ἀρπαγαὶ χρημάτων Plut. Coriol. 9, u. öfter; Auflösung, Galen.
-
62 δια-φιλο-νεικέω
δια-φιλο-νεικέω, unter einander wetteifern; καὶ ἀγωνίζεσϑαι ἐν τοῖς λόγοις Arist. soph. el. 3; Plut. Alex. 29; πρός τινα, Iambl. v. Pyth. 22.
-
63 δια-φθείρω
δια-φθείρω; ep. fut. διαφϑέρσει Il. 13, 625; perf. διέφϑαρκα Eur. Med. 226 Plat. Apol. 33 c u. A.; nach Moeris schlechter als διέφϑορα, welches Il. 15, 128 intrans. ist, = verloren sein, μαινόμενε, φρένας ἠλέ, διέφϑορας, vgl. Scholl. Nicanor.; vgl. Luc. Nigr. 15 u. s. Lob. Phryn. 160 f; – 1) zu Grunde richten, vernichten; πόλιν, Hom. Iliad. 13, 625; σῦς διαφϑείρεσκε τὰ ἔργα, den Acker verwüsten, Her. 1, 36; tödten, 9, 88; διαφϑαρέονται, sie werden umkommen, 9, 42; λιμῷ ἡ στρατιὴ διαφϑαρέεται 8, 108; νῆες διεφϑάρησαν 1, 166; διεφϑαρέατο, = διεφϑαρμένοι ἦσαν, 8, 90; στρατὸς διέφϑαρται Aesch. Pers. 702; Ggstz von φύω Soph. O. R. 438; ἐλπίδας El. 298; διέφϑαρμαι δέμας τὸ πᾶν Trach. 1045, u. öfter. So Thuc. u. a. Prosaiker; διεφϑαρμένος, verfault, verwes't, Plat. Rep. X, 614 b; – dah. = abortiren, Hippocr.; Is. 8, 36. – 2) verschlimmern, im Ggstz von βέλτιον ποιεῖν, Plat. Apol. 24 d; von körperlichen Zuständen, τὴν ἀκοὴν διεφϑαρμένος, taub, Her. 1, 38. vgl. διεφϑαρμένος τὰ ὄμματα Plat. Rep. VII, 517 a; διέφϑαρτο, er war verkrüppelt, Her. 1, 34; οὐδὲν τρέσας, οὐδὲ διαφϑείρας οὔτε τοῠ χρώματος οὔτε τοῦ προσώπου, ohne sich zu entfärben od. die Miene zu verziehen, Plat. Phaed. 117 b; τοὺς ὀφϑαλμούς Xen. An. 4, 5, 12; seltner τῷ σώματι, Luc. D. D. 13, 2; – γυναῖκα δ., neben μοιχεύω, Lys. 13, 66; τὴν κόρην διεφϑορώς Men. Adelph. fr. 6; τὸν νεανίσκον συνὼν διέφϑορεν Eupol. fr. inc. 51; – auch vom Geist; τὴν γνώμην Aesch. Ag. 1239; τὴν φρόνησιν διαφϑαρέντες neben ὑπερήφανοι γενόμενοι Isocr. 12, 196; λύ πῃ σὰς διέφϑαρσαι φρένας Eur. Hel. 1208, wie wir: den Verstand nehmen, schwächen; so ὁ νοῠς ὑπ οἴνου Isocr. 1, 32; τὸ διαφϑαρὲν φρενῶν, = φρενοβλάβεια, Eur. Or. 297. – Die Gesinnung verderben, verführen, Her. 5, 51; τοὺς νέους Plat. Euthyphr. 2 c u. öfter; bes. = bestechen, καὶ ὠνεῖ σϑαί τινα Dem. 9, 45, wie διεφϑαρμένος κο ὶ πεπρακὼς ἑαυτόν 19, 13; νομ ῇ χρημάτων τὸν δῆμον Aesch. 2, 76; ἀργυρίῳ Arist. pol. 2. 6, 14; u. ohne Zusatz, Her. 5, 51. – Auch von Sachen, τὸ γραμματεῖον, verfälschen, Isocr. 17, 23; wie νόμους 18, 11.
-
64 δια-χωρέω
δια-χωρέω, 1) durchgehen; δι' ὑδατος καὶ γῆς Plat. Tim. 78 a; bes. κάτω διαχωρεῖν, abführen, Phaed. 268 b; τινί, Xen. An. 4, 8, 20, den Durchfall haben; ἄπεπτα Arist. part. an. 3, 14, u. Medic. Uebertr., glücklich von Statten gehen, Pol. 18, 23, 3 u. Sp.; τὸ νόμισμα διαχωρεῖ παρά τινι, die Münze ist im Umlauf, gültig, Luc. luct. 10. – 2) aus einander gehen, sich trennen, Arr. An. 1, 1, 11, öfter.
-
65 δια-χωρίζω
δια-χωρίζω, absondern, aus einander stellen, Ar. Th. 14; unterscheiden, οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς πάλιν καὶ τὸ ἐριστικῶς ἡμᾶς ποιεῖσϑαι πρὸς ἀλλήλους τοὺς λόγους Plat. Phil. 17 a; κατὰ γένη Tim. 58 a; ἀπό τινος, Polit. 262 b u. öfter; τὴν δύναμιν ἀπ' ἀλλήλων D. Sic. 20, 42.
-
66 δια-χέω
δια-χέω (s. χέω; διαχῠσαι Xen. Mem. 4, 3, 8, l. d.), eigentl. = aus einander gießen, ausgießen; sodann überhaupt = zertheilen, zerlegen, auflösen. Bei Homer viermal, in der Form διέχευαν, vom Zerlegen der geschlachteten Thiere, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 30 διέχευαν διεμέρισαν: Iliad. 7, 316 Odyss. 3, 456. 14, 427. 19, 421. – Hinübergießen, Herodot. 6. 119 ἐκ δὲ ταύτης ἐς ἄλλο διαχεόμενον; übh. Ggstz von πηγνύναι, Plat. Tim. 46 d; vgl. τὰ συγκεκριμένα βίᾳ διαχεῖν Phil. 46 e; in mannichfachen Uebertragungen, vom Zertheilen einer Geschwulst, Medic.; vom Schmelzen des Schnees, Xen. Cyn. 8, 1; vom Schmelzen des Erzes, Pausan. 9, 41, 1; bei Theophr. = kechen; νῆα διέχευαν ἄελλαι Ap Rh. 3, 320; pass, von Todten, in Verwesung übergehen, aufgelöst werden, Her. 3, 16; übertr., βουλεύματα διαχέαι, vereiteln, 8, 57; wie D. Hal. 3, 6; χῶμα ἐπὶ πολὺ διαχεῖται, fällt weit auseinander, Thuc. 2, 75; auch von Soldaten, Xen. Hell. 7, 4, 34; σώματα ὑπὸ μέϑης διακεχυμένα Plat. Legg. VI, 775 c; auch εὐφραινό– μενος διαχεῖται, wird zerstreut, aufgeheitert, Plat. Conv. 206 d; διαχεῖται im Ggstz von αὐστηρὸς ὤν D. L. 7, 26; το πικρὸν λόγοις διαχέουσι καὶ ἐκπραΰνουσι Plut. ad. et am. discr. E.; διακεχυμένους τοῖς προσώποις, mit heiterem Gesicht, Plut. Cat. min. 1; Pomp. 57; Aex. 19 auch διακεχυμέ νῳ προσώπῳ; vgl. Pol. 8, 29, 4; Luc. Conv. 18.
-
67 δια-μόρφωσις
δια-μόρφωσις, ἡ, Gestaltung, καὶ διατύπωσις ἀνδρείκελος Plut. Alex. 72, u. a. Sp.
-
68 δια-κρατέω
δια-κρατέω, 1) festhalten, erhalten; καὶ συνέχων πάντα ϑεός Phylarch. bei Ath. XV, 693 f; vgl. D. Hal. 1, 79. – 2) zurückhalten; App. B. C. 2, 8. – 3) intr., ἐπιπόνως, sich erhalten, Plut. Sertor. 7.
-
69 δια-κωδωνίζω
δια-κωδωνίζω, 1) ausforschen, prüfen, τινά, Dem. 19, 167 (VLL. διαπειρᾶν καὶ ἐξετάζειν) u. Sp. – 2) = διαφημίζω, verbreiten, Strab. II p. 99.
-
70 δια-γνωστικός
δια-γνωστικός, ή, όν, zum Unterscheiden gehörig, geschickt, Luc. Salt. 74; καὶ διακριτικός Hermot. 69; öfter Medic.
-
71 δια-γιγνώσκω
δια-γιγνώσκω (s. γιγνώσκω), 1) unterscheiden, Il. 7, 424; εὖ δ., genau erkennen, 23, 240. 470; τῷ δὲ ἄν τις διαγνοίη εἰ ὁμοῖοί εἰσι Her. 1, 134; vgl. Ar. Pl. 90, οἱ δέ μ' ἐποίησαν τυφλόν, ἵνα μὴ διαγιγνώσκοιμι τούτων μηδένα; u. Equ. 517; ὁ διαγιγνώσκων ἐν τούτοις τὸν καλόν τε καὶ αἰσχρὸν ἔρωτα Plat. Conv. 186 c; Rep. X, 618 c, u. öfter, wie Folgde. – 2) entscheiden, von Gerichten, Dem. 23, 28; τὸ πρᾶγμα Aesch. 1, 63; von Beschlüssen, c. inf., Her. 6, 138; διέγνωστο, es war beschlossen, Thuc. 1, 118; κρίσις διεγνωσμένη, ausgesprochenes Urtheil, 3, 53; περί τινος, Andoc. 1, 5; Lys. 3, 2; ὑπέρ τινος, Pol. 22, 7, 5; sequ. ὅτι, Plat. Prot. 813 b u. Sp. – 3) genau prüfen, Plat. Legg. II, 668 c u. Sp. – 4) durchlesen, Pol. 3, 32, 2; Ael. V. H. 14, 43.
-
72 δια-κινδῡνεύω
δια-κινδῡνεύω, sich in eine Gefahr stürzen, bes. = sich in eine Schlacht wagen; Thuc. 8, 27 u. öfter; καὶ μάχεσϑαί τινι, Plut. Thes. 9; ὑπέρ τινος, Plat. Menex. 240 e; Lys. 2, 20; πρὸ τοῦ βασιλέως, sein Leben für den König wagen, Xen. Cyr. 8, 8, 4; πρός τινα, es mit Einem aufnehmen, Thuc. 1, 142; Isocr. 4, 67, wie D. Sic. 3, 27; c. inf., εἰςπλεῦσαι, hineinzufahren wagen, Thuc. 7, 1, wie διακινδυνευτέον φάναι, man muß es wagen, Plat. Tim. 72 d; ἢ χρηστὸν γενέσϑαι ἢ πονηρόν, Gefahr laufen, gut od. schlecht zu werden, Prot. 313 a; ἡ οὐσία διακινδυνευϑήσεσϑαι μέλλουσα Dem. 30, 10; διακινδυνευόμενα φάρμακα, lebensgefährliche, Isocr. 11, 22.
-
73 δια-καίω
δια-καίω (s. καίω), durchbrennen, erhitzen, Her. 9, 26; διάϑερμος καὶ διακεκαυμένος Arist. Probl. 2, 12; sonnverbrannt, Luc. Herc. 1. Uebertr., erhitzen, in Leidenschaft setzen, Plut. Crass. 6; u. pass., Luc. calumn. 14, διακέκαυται, er war von Zorn entbrannt.
-
74 δια-κοπή
δια-κοπή, ἡ, das Zerschneiden, die Trennung, bes. = tiefe Wunde; Medic.; καὶ τραύματα Plut. Mar. 19; Brut. 20.
-
75 δια-κλάω
δια-κλάω (s. κλάω), durch-, zerbrechen; Iliad. 5, 216 τάδε τόξα ἐν πυρὶ ϑείην χερσὶ διακλάσσας; – gew. übertr., entkräften, verweichlichen, VLL. διαϑρύπτω; διεκλῶντ' Ἰωνικῶς, sich weichlichen, ionischen Tänzen hingeben, Ar. Th. 163; ϑηλυδρίας καὶ διακεκλασμένος Luc. Demon. 18; auch διακλώμενοι ῥυϑμοί, kraftlose, D. Hal. iud. Thuc. 43.
-
76 δια-καής
δια-καής, ές, durchglüht, sehr heiß; ἀὴρ ξηρὸς καὶ δ. Luc. Gymn. 16; Medic.; auch übertr., ζήλῳ δ., von Eifersucht, Luc. dom. 31. – Adv., διακαῶς ἐρᾶν, Alciphr. 3, 8.
-
77 δια-ζώννῡμι
δια-ζώννῡμι (s. ζώννυμι), 1) umgürten, bes. med., ἐσϑῆτα, ἀκινάκην, Luc. Somn. 6 Gymn. 6; διεζωσμένοι, um die Mitte gegürtet, Thuc. 1, 6; – übh. = umgeben, φλὸξ διαζώσασα πανταχόϑεν τὴν πόλιν Plut. Brut. 31. – 2) durch Gürten zusammenziehen, γαστέρα Heliod. 10, 32; u. trennen, ἀπετείχισε τὸν αὐχένα διαζώσας ἐρύμασιν καὶ προβλήμασιν ἐκ ϑαλάττης ἐς ϑάλατταν Plut. Pericl. 19, die Landzunge durch Festungswerke abschneiden; dah. συμβαίνει τόπον ῥάχει δυςβάτῳ διεζῶσϑαι Pol. 5, 69; durchschnitten sein, wie Ἀττικὴ μέση διέζωσται ὄρεσιν ἐρυμνοῖς Xen. Mem. 3, 4, 25.
-
78 δια-μαρτύρομαι
δια-μαρτύρομαι, 1) dep. med., Götter u. Menschen zu Zeugen anrufen, beschwören, gegen erlittenes Unrecht od. falsche Anklage, seq. μή, c. inf., Dem. 33, 20 u. öfter, ὅπως μὴ φανήσονται 42, 28. – 2) bezeugen, Plat. Phaedr. 260 e Phaed. 100 e. – 3) auch = beschwören, dringend bitten, Xen. Cyr. 7, 1, 17; μὴ ποιεῖν, das nicht zu thun, Pol. 1, 33, 5. 3, 15, 5 u. Sp.; καὶ κωλύειν 3, 110, 4.
-
79 δια-μετρητός
δια-μετρητός, abgemessen, Hom. einmal, Iliad. 3, 344, vom Platze eines Zweikampfes, καί ῥ' ἐγγὺς στήτην διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ σείοντ' ἐγχείας, ἀλλήλοισιν κοτέοντε, vgl. Scholl. Herodian., Lehrs Aristarch. p. 511.
-
80 δια-δοκιμάζω
δια-δοκιμάζω, nach angestellter Prüfung unterscheiden, τὰ καλά τε καὶ κίβδηλα ἀργύρια Xen. Oec. 19, 16.
См. также в других словарях:
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια … Dictionary of Greek
δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
Βορείων και Νοτίων, πόλεμος ή Χωριστικός πόλεμος — (Secession War). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των βόρειων και των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1861 έως τον Απρίλιο του 1865. Το 1860 περίπου το μακρόχρονο και ακανθώδες πρόβλημα της… … Dictionary of Greek
Κύνθιος και Κύνθια — Προσωνυμία θεών κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από τον λόφο Κύνθο της Δήλου, όπου βρίσκονταν ναοί αφιερωμένοι σε αυτούς. Το αρσενικό όνομα προσδιόριζε στη Δήλο τον Δία, ο οποίος συλλατρευόταν με την Αθηνά. Στο ιερό τους έχουν βρεθεί… … Dictionary of Greek
κλεισιάδα — και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, άδος) [κλεισία] νεοελλ. 1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο 2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων 3. ναυτ. α) θυρόπλοιο* β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο… … Dictionary of Greek