-
41 πεντε-και-δεκατη-μόριον
πεντε-και-δεκατη-μόριον, τό, der funfzehnte Theil, Hippocr.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκατη-μόριον
-
42 πεντε-και-δεκα-τάλαντος
πεντε-και-δεκα-τάλαντος, οἶκος, Dem. 28, 11, ein Vermögen von funfzehn Talenten.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-τάλαντος
-
43 πεντε-και-δεκαταῖος
πεντε-και-δεκαταῖος, am funfzehnten Tage geschehend u. dgl., Theophr.
-
44 πεντε-και-δεκα-ετηρικός
πεντε-και-δεκα-ετηρικός, ή, όν, funfzehnjährig, Anon. in Wolf's Anal. 3 p. 195.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-ετηρικός
-
45 πεντε-και-δεκα-ετηρίς
πεντε-και-δεκα-ετηρίς, ἡ, Zeitraum von funfzehn Jahren, Sp.
-
46 πεντε-και-δεκα-ετής
πεντε-και-δεκα-ετής, ές, funfzehnjährig, Plut. consol. ad Apoll. p. 347.
-
47 πεντε-και-δεκα-μναῖος
πεντε-και-δεκα-μναῖος, funfzehn Minen werth, schwer, Philo Mechan.
-
48 πεντε-και-δεκα-ναΐα
πεντε-και-δεκα-ναΐα, ἡ, Zahl von funfzehn Schiffen, Dem. 14, 18.
-
49 πεντε-και-δεκά-πηχυς
πεντε-και-δεκά-πηχυς, εος, funfzehn Ellen lang; Ath. V, 197 a; D. Sic.
-
50 πεντε-και-δεκ-ήρης
πεντε-και-δεκ-ήρης, ες, mit funfzehn Reihen, von Rudern; Plut. Demetr. 20. 43; Poll. 1, 83.
-
51 πεντε-και-δέκατος
πεντε-και-δέκατος, der funfzehnte, Plut. u. A.
-
52 πεντε-και-δέκ-ανδρος
πεντε-και-δέκ-ανδρος, von funfzehn Männern, Inscr.
-
53 πεντε-καί-δεκα
πεντε-καί-δεκα, funfzehn; Her. 1, 203; Plat. Rep. VII, 540 a u. sonst.
-
54 πεντηκοντα-και-τρι-ετής
πεντηκοντα-και-τρι-ετής, ές, dreiundfunfzigjährig, χρόνος, Pol. 3, 4, 2.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντηκοντα-και-τρι-ετής
-
55 συν-εκ-καί-δεκα
συν-εκ-καί-δεκα, je sechszehn, immer sechszehn zusammen, Dem. 18, 104.
-
56 τρις-και-δεκα-πλασίων
τρις-και-δεκα-πλασίων, ονος, dreizehnfältig, Sp.
-
57 τρις-και-δεκα-στάσιος
τρις-και-δεκα-στάσιος, dreizehnmal das Gewicht, den Werth enthaltend, χρυσίον Her. 3, 95.
-
58 τρις-και-δεκαταῖος
τρις-και-δεκαταῖος, am dreizehnten Tage, Hippocr.
-
59 τρις-και-δεκα-φόρος
τρις-και-δεκα-φόρος, dreizehnmal Frucht tragend, Luc. V. H. 2, 13.
-
60 τρις-και-δεκα-έτης
τρις-και-δεκα-έτης, und τριςκαιδεκέτης, ὁ, der Dreizehnjährige; Isae. fr.; Poll. 1, 55.
См. также в других словарях:
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη … Dictionary of Greek
και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
καί — and indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek