-
21 ἑκκαιδεκασύλλαβον
ἑκ-και-δεκα-σύλλαβον μέτρον, von sechszehn Silben -
22 μέγας
μέγας, μεγάλη, μέγα (magnus, mächtig), groß; (a) von körperlicher Größe belebter Wesen u. anderer Dinge, häufig von der Leibesgröße des Mannes, seltener von Frauen; νῦν δ' ὅτε δὴ μέγας ἐσσὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνεις, wie unser 'da du groß geworden', als Ausdruck des Erwachsenseins; von Waffen; μεγέϑεϊ μέγας, μέγιστος, an Größe groß; (b) von allen Ausdehnungen nach den verschiedenen Richtungen; hoch; von der Ausdehnung in die Länge; weit, geräumig. Übertr. groß, gewaltig, mächtig, von den Göttern u. Königen, bes. Ζεύς; βασιλεύς, sehr gewöhnliche Bezeichnung des Perserkönigs, der Großkönig; μεγάλαι ϑεαί sind besonders Demeter u. Persephone; Ἀρδιαῖος ὁ μέγας, der mächtige; τὰ μεγάλα, große, wichtige Dinge. So von Naturkräften, ἄνεμος, λαῖλαψ, ζέφυρος, heftiger, großer Sturm; ὁ ποταμὸς μέγας ἐῤῥύη, ging hoch mit Wasser; übertr. von menschlichen Verhältnissen und Gemütszuständen; von allen starken Eindrücken, auch des Gehörs: laut; τῇ φωνῇ μέγα λέγων, laut sprechend. Es enthält auch einen tadelnden Nebenbegriff des zu Großen, Übermäßigen; μήποτε πάμπαν εἴκων ἀφραδίῃς μέγα εἰπεῖν ἀλλὰ ϑεοῖσιν μῠϑ ον ἐπιτρέψαι, etwas sagen, das über die Schranken der Sterblichen hinausgeht u. womit man sich gegen die Götter versündigt; μεγάλοι λόγοι, stolze, übermütige Reden; εἴς τινα, gegen einen stolz sein; τὰ τῶν βαρβάρων μεγάλα ποιεῖν, groß machen, preisen; μέγα ποιεύμενος ταῠτα, es hoch anschlagend; μέγα ἐσ τί τι εἴς τι, πρός τι, es ist wichtig, von Bedeutung für etwas; μεγάλα, sehr, stark, gewaltig, μέγα χαῖρε, sei sehr gegrüßt; μέγα κρατεῖν, ἀνάσσειν, δύνασϑαι, stark, gewaltig herrschen, viel vermögend sein; bei den Verbis, die das Hervorbringen eines Lautes bezeichnen; vom Raume: weit; μέγα ἄνευϑε, weit entfernt; bei adj., sehr; σοφὸς τὰ μεγάλα, in großen Dingen; μειζονότερος, größer; μείζω ἐκτενῶ λόγον, die Rede ausdehnen; ἐνέχει τύχᾳ τᾷδ' ἀπὸ μείζονος, von einem Größeren, Mächtigern, d. i. von einem Gotte; auch zu groß, größer oder mehr als billig; οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον ist eine starke Verneinung; τὸ μέγιστον, was das wichtigste, die Hauptsache ist -
23 τεσσαρεςκαιδεκασύλλαβον
τεσσαρες-και-δεκα-σύλλαβον μέτρον, ein Metrum aus vierzehn Silben
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αδώνιον μέτρον — Αρχαία μετρική ποιητική μονάδα, που έκλεινε τις στροφές ποιημάτων γραμμένων κυρίως σε δακτυλικά μέτρα. Ο στίχος προήλθε από τη συνένωση ενός δάκτυλου και ενός σπονδείου (με αδιάφορη την ποσότητα της τελευταίας συλλαβής.. Ονομάστηκε έτσι από την… … Dictionary of Greek
γλυκώνιον μέτρον — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής, που το αποτελούσαν τρεις τροχαίοι και ένας δάκτυλος (τετραποδία),που είχε την πρώτη ή δεύτερη ή τρίτη θέση ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς πόδες … Dictionary of Greek
υπόδειγμα — το / ὑπόδειγμα, ΝΜΑ [ὑποδείκνυμι] μτφ. παράδειγμα για μίμηση (α. «υπόδειγμα εκπαιδευτικού» β. «πρὸς ὑπόδειγμα ἀρετῆς», επιγρ. γ. «ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν ἑαυτόν», Πολ.) νεοελλ. 1. δείγμα, πρότυπο για την τήρηση ορισμένου σχεδίου ή ορισμένης… … Dictionary of Greek
παραληπτικός — και παραλημπτικός, ή, όν, Α [παραληπτός] αυτός που χρησιμοποιείται προκειμένου να μετρήσει ή να υπολογίσει κανείς κάτι («παραλημπτικὸν μέτρον», πάπ.) … Dictionary of Greek
σμιρεύς — και σμηρεύς, έως ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μέτρον οἰνικὸν εἰς Πεντάπολιν Λιβύης» … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκάμετρος — και τρισκαιδεκάμετρος, ον, Α αυτός που αποτελείται από δεκατρία μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + μετρος (< μέτρον), πρβλ. δεκά μετρος] … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκαπάλαστος — και τρισκαιδεκαπάλαστος, ον, Α 1. αυτός που δέχεται δεκατρείς παλαστές, δηλαδή παλάμες 2. φρ. «τρισκαιδεκαπάλαστο μέτρον» μέτρο τριών παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + παλαστή «παλάμη» (πρβλ. πεντα πάλαστος)] … Dictionary of Greek
τριόγδοον — και τρίογδον, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μέτρον τι παρὰ Ταραντίνοις». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄγδοον] … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος … Deutsch Wikipedia
Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia