-
1 εὐτέλεια
A having little to pay, cheapness, πρὸς εὐτελείην τῶν σιτίων to procure cheapness of.., Hdt.2.92; εἰς εὐτέλειαν cheaply, i.e. vilely,εἰς εὐ. χηνὶ συγγεγραμμένῳ Ar.Av. 805
; κρέα δὲ τίνος ἥδιστ' ἂν ἐσθίοις; Answ. εἰς εὐτέλειαν the cheapest, Antiph.20;μᾶζα πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη Id.226.2
.2 meanness, shabbiness,εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐ. ὑμῖν ἀνέγραψε Lys.30.21
;εὐ. οἴκου καὶ ἀμορφία Luc.Dom.14
.II thrift, economy, ἐπ' εὐτελείᾳ economically, Ar.Ra. 406 (lyr.); φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας without extravagance, Th.2.40; ἐς εὐ. ξυντετμῆσθαι to be cut down to an economical standard, Id.8.86; ἐς εὐ. σωφρονίσαι ib. 1: in pl., economies,ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι Antiph.164.1
.2 Εὐτελίη personified,Εὐ., κλεινῆς ἔκγονε Σωφροσύνης Crates Theb. 12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτέλεια
-
2 καθαριότης
καθαριότης, ητος, ἡ, die Reinheit, Reinlichkeit, Sauberkeit; Plat. Epin. 984 a; κεκοσμημένη τὸ σῶμα καϑαριότητι Xen. Mem. 2, 1, 22; vgl. Arist. Eth. 10, 5; im Ggstz von τὸ πολυτελές Plut. Crass. 3, wie von αἱ δαπάναι Ath. XII, 542 c, vgl. καϑάρειος. – Vom Styl, καὶ εὐτέλεια Plut. Lyc. 21.
-
3 συντέμνω
συντέμνω, [dialect] Ion. [suff] συντελ-τάμνω Hdt.7.123: [tense] fut. - τεμῶ: [tense] aor. - έτεμον:—A cut down, cut short,ξ. τὰς πρῴρας ἐς ἔλασσον Th.7.36
; σ. χιτῶνας cut out, shape them, X.Cyr.8.2.5; συντέμνει δ' ὅρος ὑγρᾶς θαλάσσης the sea cuts short, terminates (my realm), A.Supp. 258; σ. τὰς πλεκτάνας cut them off, Alex.187, cf. 84.2 metaph.,εἰς ἓν.. πάντα τὰ μέλη ξυντεμῶ Ar.Ra. 1262
;τὸν ἐνιαυτὸν σ. εἰς μῆν' ἕνα Philippid.25.1
; τιμὰς ξ. abridge them, A.Eu. 227; :—[voice] Med.,πάντα τοι ξυντέμνεται Κύπρις.. βουλεύματα S.Fr.941.16
.3 esp. of expenses,σ. τὴν μισθοφοράν Th.8.45
; σ. τὰς δαπάνας εἰς τὰ καθ' ἡμέραν cut down one's expenses to one's daily wants, X.Hier.4.9:—[voice] Pass., εἰ.. ἐς εὐτέλειάν τι ξυντέτμηται (v.εὐτέλεια 11
) Th.8.86; συντμηθῆναι τὴν σύνταξιν that my allowance has been cut down, PCair.Zen.577.11 (iii B.C.).II of speech,ἐν βραχεῖ πολλοὺς λόγους Ar. Th. 178
, cf. Aeschin.2.31;σύντεμνέ μοι τὰς ἀποκρίσεις καὶ βραχυτέρας ποίει Pl.Prt. 334d
: then ( λόγον being omitted), cut the matter short, speak briefly,ὡς δὲ συντέμω E.Tr. 441
;ἅπαντα συντεμὼν φράσω Id.Hec. 1180
; σύντεμνε cut short, make an end, Mnesim.3.4;οἶνον εἰπὲ συντεμών Antiph.52.12
; συντεμόντι, like συνελόντι εἰπεῖν, in brief, Anaxil.22.30: also ς. (sc. τὴν ὁδόν) cut the way short, cut across,σ. ἀπ' Ἀμπέλου ἄκρης ἐπὶ Καναστραῖον ἄκρην Hdt.7.123
.III intr., τοῦ χρόνου συντάμνοντος as the time became short, Id.5.41.V cut together, join by an incision, ap. Orib.44.23.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντέμνω
-
4 πολυτέλεια
A great expense, extravagance, opp. εὐτέλεια, Hdt.2.87, Th.6.12;τρυφὴ καὶ π. X.Mem.1.6.10
;π. τῶν βίων Plb.13.1.1
, cf. 9.10.5, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτέλεια
См. также в других словарях:
ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
φτηνός — και φθηνός, ή, ό, Ν 1. αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή τιμή 2. μτφ. ευτελής («είναι πολύ φτηνό αυτό που είπες») 3. παροιμ. φρ. «είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στο αλεύρι» λέγεται για κάποιον που είναι φειδωλός στα μικρά και … Dictionary of Greek
μικροψυχία — και μικροψυχιά, η (ΑΜ μικροψυχία) [μικρόψυχος] μικρότητα ψυχής, ποταπότητα φρονήματος, μηδαμινότητα, ευτέλεια νεοελλ. μσν. έλλειψη ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, ολιγοψυχία, λιποψυχία, δειλία μσν. απογοήτευση, αποκαρδίωση αρχ. φιλονικία για… … Dictionary of Greek
φτήνια — και φθήνια, η, Ν 1.η ιδιότητα τού φτηνού 2. μτφ. ευτέλεια («φτήνια τών συναισθημάτων») 3. παροιμ. «η φτήνια τρώει τον παρά» δηλώνει ότι τα προϊόντα που πωλούνται σε μικρές τιμές μπορεί να φαίνονται οικονομικά, τελικά όμως στοιχίζουν περισσότερο… … Dictionary of Greek
ευθηνία — και ευτηνιά, η (ΑΜ εὐθηνία) 1. η φτήνια, η πώληση σε χαμηλή τιμή 2. η ευτέλεια, η ποταπότητα αρχ. μσν. 1. αφθονία, επάρκεια αγαθών («ἰδοὺ ἔτη ἑπτὰ ἔρχεται εὐθηνία πολλή», ΠΔ) 2. ευημερία, ευμάρεια αρχ. 1. περίσσεια, επάρκεια («εὐθηνία φρονήσεως») … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… … Dictionary of Greek
Μπουλγκάκοφ, Μιχαήλ Αφανάσεβιτς — (Κίεβο 1891 – Μόσχα 1940). Ρώσος συγγραφέας. Πρωτοεμφανίστηκε το 1919 με διάφορα διηγήματα και το 1924 έγραψε το μυθιστόρημα Λευκή Φρουρά, από το οποίο προήρθε δύο χρόνια αργότερα το δράμα Μέρες του Τουρμπίν, που τον έκανε διάσημο (παιζόταν επί… … Dictionary of Greek
Ψύρα — τὰ, καὶ Ψύρα και Ψυρίη, ἡ, Α 1. το γνωστό με τη σημερινή ονομασία Ψαρά νησί 2. παροιμ. (στον Κρατίν.) «Ψύρα τὸν Διόνυσον ἄγοντες» και «Ψύρα τε τὴν Σπάρτην ἄγεις» δήλωνε ευτέλεια και ασήμαντη ποσότητα … Dictionary of Greek
μικρολογώ — (ΑΜ μικρολογοῡμαι, έομαι και μτγν. μικρολογῶ, έω) [μικρολόγος] 1. μιλώ και ασχολούμαι με ασήμαντα πράγματα 2. ασχολούμαι με ασήμαντες λεπτομέρειες και αφήνω να μού διαφύγει η ουσία, είμαι υπερβολικά σχολαστικός αρχ. φέρομαι με μεγάλη ευτέλεια,… … Dictionary of Greek