-
1 καυτώ
-
2 καὐτῷ
См. также в других словарях:
καὐτῷ — αὐτῷ , αὐτός self neut dat sg αὐτῷ , αὐτός self masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιοκαυτώ — ἡλιοκαυτῶ, έω (Α) είμαι ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καυτώ (< καυτός < καίω), πρβλ. ιερο καυτώ, ολο καυτώ] … Dictionary of Greek
ιεροκαυτώ — ἱεροκαυτῶ, έω (Α) 1. προσφέρω θυσία ως ολοκαύτωμα 2. παθ. ἱεροκαυτοῡμαι, έομαι καίγομαι ως θύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + καυτώ (< καυτος < καυτός), πρβλ. λυχνο καυτώ, ολο καυτώ] … Dictionary of Greek
μηροκαυτώ — μηροκαυτῶ, έω (Α) καίω μηρούς κατά τη διάρκεια θυσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + καυτῶ (< καυτός < καίω), πρβλ. ηλιο καυτώ, ιερο καυτώ] … Dictionary of Greek
λυχνοκαυτώ — λυχνοκαυτῶ και λυχνοκαυστῶ, έω (Α) καίω λύχνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + καυτῶ (< καυτος < καίω), πρβλ. ολο καυτώ] … Dictionary of Greek
πισσοκαυτώ — και αττ. τ. πιττοκαυτῶ, έω, Α καίω κάτι και εξάγω πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + καυτῶ (< καυτος < καίω), πρβλ. ολο καυτώ] … Dictionary of Greek