-
1 καυτών
-
2 καὐτῶν
См. также в других словарях:
καὐτῶν — αὐτῶν , αὐτός self neut gen pl αὐτῶν , αὐτός self fem gen pl αὐτῶν , αὐτός self masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek