-
1 καυτού
αὐτοῦ, αὐτόςself: neut gen sgαὐτοῦ, αὐτόςself: masc gen sgαὐτοῦ, αὐτοῦjust there: indeclform (adverb) -
2 καὐτοῦ
αὐτοῦ, αὐτόςself: neut gen sgαὐτοῦ, αὐτόςself: masc gen sgαὐτοῦ, αὐτοῦjust there: indeclform (adverb) -
3 καύτου
καύτηςmasc gen sg
См. также в других словарях:
καὐτοῦ — αὐτοῦ , αὐτός self neut gen sg αὐτοῦ , αὐτός self masc gen sg αὐτοῦ , αὐτοῦ just there indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύτου — καύτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρέυκιαβικ — (Reykjavik). Πόλη της νοτιοδυτικής Ισλανδίας, πρωτεύουσα της χώρας. Η Ρ., που βρίσκεται στη νότια ακτή του κόλπου Φάξαφλοϊ, εκτείνεται σε πεδινή ζώνη, από τη χερσόνησο της Σελτγιάρνανες μέχρι τη μικρή λίμνη Τγιέρναν, ενώ μερικές κατοικημένες… … Dictionary of Greek