-
121 πεντ-επι-και-δέκατος
πεντ-επι-και-δέκατος, der fünfte zu dem zehnten, d. i. poet. statt πεντεκαιδέκατος, Agath. 72 (XI, 482).
-
122 πεντε-και-πεντηκοντα-ετής
πεντε-και-πεντηκοντα-ετής, ές, fünfundfunfzigjährig, Plat. Rep. V, 460 e.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-πεντηκοντα-ετής
-
123 πεντε-και-τριακοντ-ούτης
πεντε-και-τριακοντ-ούτης, ες, fünfunddreißigjährig, Plat. Legg. VI, 774 a.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-τριακοντ-ούτης
-
124 πεντε-και-τεσσαρακονθ-ήμερος
πεντε-και-τεσσαρακονθ-ήμερος, fünfundvierzigtägig, Hippocr.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-τεσσαρακονθ-ήμερος
-
125 πεντε-και-εικοστός
πεντε-και-εικοστός, der fünfundzwanzigste, Plat. Theaet. 175 a.
-
126 πεντε-και-εικοσι-ετής
πεντε-και-εικοσι-ετής, ές, fünfundzwanzigjährig, D. Cass. 52, 20.
-
127 πεντε-και-εικοσά-σημος
πεντε-και-εικοσά-σημος, von od. mit fünfundzwanzig Zeichen, Längen, Zeittheilen, Arist. Quint.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-εικοσά-σημος
-
128 πεντε-και-είκοσι
πεντε-και-είκοσι, fünfundzwanzig.
См. также в других словарях:
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη … Dictionary of Greek
και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
καί — and indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek