-
1 καθ-ελκύω
καθ-ελκύω (s. ἑλκύω), = Folgdm; im aor. act., καϑελκύσαντες τὰς ναῦς, Thuc. 2, 93; Xen. Hell. 1, 1, 3; καϑειλκύκει Dem. 5, 12; pass., τῶν νεῶν κατελκυσϑεισέων ἐς τὴν ϑάλασσαν, Her. 7, 100; perf., σκέλη (der Mauern) καϑείλκυσται, sind nach dem Meere hingezogen, Strab. VIII, 380.
-
2 καθελκύω
καθ-ελκύω, perf., σκέλη (der Mauern) καϑείλκυσται, sind nach dem Meere hingezogen
См. также в других словарях:
καθείλκυσται — καθέλκω draw to the sea perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέλκω — (AM καθέλκω) 1. σύρω κάτω ή προς τα κάτω 2. κάνω καθέλκυση πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... τεσσαράκοντα ναῡς», Θουκ.) αρχ. 1. (για ζυγαριά) σύρω προς τα κάτω, κάνω να κατεβεί ένας από τους δύο δίσκους τής ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν… … Dictionary of Greek