-
1 καθαροτης
- ητος ἥ1) чистота, опрятность(τῆς σαρκός NT.)
καθαρότητος χάριν Plat. — из соображений чистоты, ради чистоты2) чистота, ясность3) (нравственная) чистота, безупречностьκ. περὴ τὰ χρήματα Polyb. — бескорыстие, неподкупность
-
2 καθαρότης
καθαρότης, ητος, ἡ (s. καθαρός; X., Mem. 2, 1, 22 al.; Caecilius the orator [I B.C.] p. 98, 7; 107, 1 EOfenloch [1907] of purity of speech; Epict. 4, 11, 5; POxy 67, 6; 904, 2; Ex 24:10 v.l.; Wsd 7:24; EpArist 234; TestNapht 3:1; τοῦ νοῦ κ. Did., Gen. 114, 10; Orig., C. Cels. 1, 26, 51 as quality of the pious) state or condition of being ritually cleansed, purity: τῆς σαρκός Hb 9:13 (s. also Iambl., Vita Pyth. 24, 106 καθαρότης τῆς ψυχῆς; Did., Gen. 151, 11). ἐν καθαρότη[τι καταστήσει] [will provide lodgings] in purity (=‘will practice purity while providing lodgings [for the young women]’) Hs 10, 3, 4 (POxy 404 recto, 118f).—DELG s.v. καθαρός. M-M. TW. -
3 καθαρότης
καθαρότης, ητος, ἡ, die Reinheit, Unbeflecktheit; ὀφϑαλμῶν Hippocr.; übertr., Plat. Phaed. 111 b; καὶ εὐερκία Legg. VI, 778 c; ἡ περὶ τὰ χρήματα, Unbestechlichkeit, Unbescholtenheit, Pol. 32, 11, 9; Plut.
-
4 καθαρότης
καθαρότηςpurity: fem nom sg -
5 καθαρότης
καθαρότης, ητος, ἡ, die Reinheit, Unbeflecktheit; ἡ περὶ τὰ χρήματα, Unbestechlichkeit, Unbescholtenheit -
6 καθαρότης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καθαρότης
-
7 καθαρότης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καθαρότης
-
8 καθαρότης
чистота.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθαρότης
-
9 καθαρότης
-
10 καθαρότης
A purity of αἰθήρ as compared with ἀήρ, Pl.Phd. 111b: metaph., [ἡ σοφία] χωρεῖ διὰ πάντων διὰ τὴν κ. LXX Wi.7.24; ἡ τῶν εἰδῶν κ. Dam.Pr. 308; ἄμικτος καὶ ἀσύγχυτος κ. ibid.5 honesty, ἡ περὶ τὰ χρήματα κ. Plb.31.25.9; ἐπιείκεια καὶ κ. POxy.67.6 (iv A.D.); πίστις καὶ κ. Michel 545.18 (Phrygia, ii B.C.).6 purity, lucidity, of literary style, Sch.Hermog.in Rh.7.81W.7 as a title, Rectitude, Holiness, POxy.2110.16 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρότης
-
11 καθαρότησι
καθαρότηςpurity: fem dat pl -
12 καθαρότητα
καθαρότηςpurity: fem acc sg -
13 καθαρότητας
καθαρότηςpurity: fem acc pl -
14 καθαρότητες
καθαρότηςpurity: fem nom /voc pl -
15 καθαρότητι
καθαρότηςpurity: fem dat sg -
16 καθαρότητος
καθαρότηςpurity: fem gen sg -
17 άγνεία
άγνεία, ἡ, 1) Reinheit, Soph. λόγων O. R. 864; τῶν ϑεῶν Antiph. 2 α 10 β 11; ἱερῶν Plat. Legg. X, 909 d u. sonst; XI, 917 b mit καϑαρότης vrbdn; Keuschheit, Plut. Num. 10 u. Sp. – 2) Reinigungen, Sühnungen, im plur. Phocyl. 215; ψυχῆς mit σώματος καϑαρμοί vrbdn u. αἱ ὑπὸ τῶν νόμων προςτεταγμέναι ἁγ. Isocr. 11, 21; Plut. de Superst. 12; ἁγνείας μέρος ἀποχὴ ἰχϑύων Symp. 8, 8, 3.
-
18 2514
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2514
-
19 εὐκρίνεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκρίνεια
-
20 πτερωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτερωτικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καθαρότης — purity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρότησι — καθαρότης purity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρότητα — καθαρότης purity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρότητας — καθαρότης purity fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρότητες — καθαρότης purity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρότητι — καθαρότης purity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρότητος — καθαρότης purity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκρίνεια — η (ΑΜ εὐκρίνεια, Μ και εὐκρινία) [ευκρινής] 1. η ιδιότητα τού ευκρινούς, η διαύγεια, η καθαρότητα 2. (για έκφραση και ύφος) η ενάργεια, η σαφήνεια («εὐκρίνεια καὶ καθαρότης», Ερμογ.) αρχ. 1. το ευδιάκριτο τού περιγράμματος 2. καθαρή, σαφής… … Dictionary of Greek
καθαρότητα — και καθαρότη, η (AM καθαρότης) [καθαρός] 1. η ιδιότητα τού καθαρού, καθαριότητα 2. διαύγεια, αιθρία, λαμπεράδα (α. «καθαρότητα τής ατμόσφαιρας» β. «ἧπερ ἀὴρ τε ὕδατος ἀφέστηκε καὶ αἰθὴρ ἀέρος πρὸς καθαρότητα», Πλάτ.) 2. (για μέταλλα κ.ά. ύλες) η… … Dictionary of Greek
ՄԱՔՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0233 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c, 13c գ. καθαριότης, καθαρότης, καθαρισμός, τὸ καθαρόν purgatio, mundities, puritas. Մաքուր գոլն. սրբութիւն. յստակութիւն. պարզութիւն. եւ Մաքրումն. մաքրելն, իլն. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)