-
1 καθέκαστα
καθ-έκαστα, im einzelnen, jedes einzeln -
2 καθ-ολικός
καθ-ολικός, ή, όν, das Ganze betreffend, allgemein, durchgängig, καὶ κοινὴ ἱστορία Pol. 8, 4, 11, öfter, von Arist. an gebräuchlich, im Ggstz von καϑέκαστα. Auch καϑολικώτεροι λόγοι im Ggstz von εἰδικοί, S. Emp. pyrrh. 2, 84. – Adv. καϑολικῶς, im Ggstz von κατὰ μέρος, Pol. 4, 1, 8 u. öfter; αἱ χῶραι καϑολικώτερον ϑεωρούμεναι 3, 37, 6; καϑολικώτερον ἀπεφήνατο S. Emp. pyrrh. 3, 205.
-
3 ἐπ-αγωγή
ἐπ-αγωγή, ἡ, – a) das Herbeiführen, -schaffen, τῶν ἐπιτηδείων Thuc. 5, 82; συμμαχίας, fremder Hülfe zur Unterstützung, 3, 82. – b) das Anrücken, der Anmarsch (vgl. ἐπάγω 1 a), Thuc. 3, 100; αἱ ἐπὶ τοὺς ἐναντίους Pol. 10, 21, 7 u. öfter; Ggstz ὑποχώρησις D. Hal. 8, 67. – c) nach Tim. lex. ἀγωγαὶ δαίμονος φαύλου ἐπί τινα γενόμεναι, Erkl. zu Plat. Legg. XI, 933 d, wo ἐπαγωγαὶ καὶ ἐπῳδαί verbunden Beschwörungen (unterirdischer Gottheiten) gegen Einen bedeuten, vgl. Rep. II, 364 c; τοῖς ἐχϑροῖς Luc. Alex. 5; de merced. cond. 40; Han. 4, 364. Vgl. Lobeck Aglaopham. S. 221 ff. – d) in der Rhetorik die Induction, daß man aus dem Einzelnen das Allgemeine folgert (Arist. Top. 1, 10 ἡ ἀπὸ τῶν καϑέκαστα ἐπὶ τὰ καϑόλου ἔφοδος), durch Anführung ähnlicher Fälle den Beweis führt, Arist. rhet. 1, 2 u. sonst; Sext. Emp. Pyrrh. 2, 204.
-
4 ἐπαγωγή
ἐπ-αγωγή, ἡ, (a) das Herbeiführen, -schaffen; συμμαχίας, fremder Hilfe zur Unterstützung. (b) das Anrücken, der Anmarsch. (c) ἐπαγωγαὶ καὶ ἐπῳδαί Beschwörungen (unterirdischer Gottheiten) gegen einen. (d) in der Rhetorik die Induktion, daß man aus dem einzelnen das Allgemeine folgert (Arist. ἡ ἀπὸ τῶν καϑέκαστα ἐπὶ τὰ καϑόλου ἔφοδος), durch Anführung ähnlicher Fälle den Beweis führt
См. также в других словарях:
καθέκαστα — τα (AM καθέκαστος, κάστη, Μ και καστη, καστον) (νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) τα καθέκαστα οι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα καθέκαστα για την υπόθεση») μσν. 1. (ως αντων.) ο καθένας χωριστά 2.… … Dictionary of Greek
καθέκαστα — τα λεπτομέρειες: Μας είπε τα καθέκαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτομέρεια — η (AM λεπτομέρεια Α και λεπτομερία) [λεπτομερής] νεοελλ. 1. μικρό, ιδίως δευτερεύον και επουσιώδες, μέρος ενός συνόλου («συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες τού νομοσχεδίου») 2. συν. στον πληθ. οι λεπτομέρειες οι μερικότητες, τα επιμέρους, τα καθέκαστα 3 … Dictionary of Greek
μεριστός — ή, ό (ΑM μεριστός, ή, όν) [μερίζω] 1. αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί 2. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε διαίρεση, διαιρετός («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ ἀμερής», Αριστοτ.) αρχ. φρ. α) «μεριστὴ δημιουργία» η επιμέρους… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
νομιναλισμός ή ονοματοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν γενικές ή καθολικές ή αφηρημένες έννοιες (universalia). Το γεγονός ότι στη γλώσσα μας υπάρχουν γενικοί ορισμοί (δέντρο, θηλαστικό, άνθρωπος), δεν συνεπάγεται ότι πρέπει αναγκαστικά και η… … Dictionary of Greek