-
101 καθ-ιππο-μαχέω
καθ-ιππο-μαχέω, durch Reiterei besiegen, Poll. 9, 141.
-
102 καθ-ιππάζομαι
καθ-ιππάζομαι, eigtl. niederreiten, durch Reiterei überwältigen, verwüsten, ἡ ἵππος κατιππάσατο χώρην Her. 9, 14. Uebertr., bewältigen, überrennen, mit dem Nebenbegriffe des Uebermuthes u. beleidigenden Hohnes, νέος δὲ γραίας δαίμονας καϑιππάσω Aesch. Eum. 145, ϑεοὶ νεώτεροι παλαιοὺς νόμους καϑιππάσασϑε 776, Gesetze mit Füßen treten. So auch ἀφορμὰς δεδωκὼς τοῖς βουλομένοις καϑιππάσασϑαι τῆς φιλοσοφίας D. L. 4, 47, gegen die Philosophie losziehen. Im obscönen Sinne, Macho bei Ath. XIII, 581 e.
-
103 καθ-ερπύζω
καθ-ερπύζω (s. ἑρπύζω), = Folgdm, nur aor., ἡ καρδία ἐς τὴν κάτω μου κοιλίαν καϑείρπυσεν Ar. Ran. 485, καϑέρπυσον εἰς τὸν Κεραμεικόν, gehe hinab. 129.
-
104 καθ-ιστορέω
καθ-ιστορέω, verstärktes simplez, Sp., wie Eust.
-
105 καθ-ιστάνω
καθ-ιστάνω, = Folgdm, Lys. 25, 3. 26, 15. 28, 7 Is. 2, 39 u. Sp., wie D. Sic. 15, 33. Auch καϑιστάω, D. Sic. 19, 15, καϑιστῶντες N. T.
-
106 καθ-ιστήριον
καθ-ιστήριον, τό, der Sitz, von καϑίζω, Schol. Ar. Eccl. 729.
-
107 καθ-ετικός
καθ-ετικός, ή, όν, senkrecht, Schol. Arat. 112.
-
108 καθ-ετηρισμός
καθ-ετηρισμός, ὁ, das Hineinstecken der Katheter u. Untersuchen damit, Medic.
-
109 καθ-ετήρ
καθ-ετήρ, ῆρος, ὁ (καϑίημι), 1) Alles, was man in Etwas hinabläßt, hineinsteckt, um darin zu untersuchen, bes. in der Chirurgie, Sonde, auch seine Spitze zu Einspritzungen in die Harnblase, zusammengedrehte Charpie, sie in eine Wunde zu stecken, Medic. – 2) bei Artemid. 2, 14 Angelruthe. – 3) = κάϑεμα, unter weiblichen Schmucksachen genannt, Poll. 5, 98, Clem. Al.
-
110 καθ-ευρίσκω
καθ-ευρίσκω (s. εὑρίσκω), auffinden; καϑευρέϑη τάφον κοσμοῠσα, sie wurde dabei ertappt, Soph. Ant. 391; Luc. Ocyp. 68.
-
111 καθ-εψιάομαι
καθ-εψιάομαι, verspotten, illudere, τινός, Od. 19, 372, Schol. καϑάπτεσϑαι, λοιδορεῖσϑαι.
-
112 καθ-εψέω
-
113 καθ-εψής
-
114 καθ-εύρεμα
καθ-εύρεμα, τό, Erfindung, Sp.
-
115 καθ-ιερωτικός
καθ-ιερωτικός, ή, όν, einweihend, Rhett. V p. 14.
-
116 καθ-ιερόω
καθ-ιερόω, ion. κατιρόω, heiligen, weihen; ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καϑιερωμένος Aesch. Eum. 304; οἴκημα, τὴν οὐσίην κατιρῶσαι, Her. 1, 92. 164; τῷ ϑεῷ τι Plat. Legg. V, 745 d, öfter; καϑιερωϑὲν τοῦτο τὸ νόμιμον VIII, 839 b, u. öfter von gesetzlichen Vestimmungen. Bei Plut. Cam. 21 u. a. Sp. ἑαυτοὺς τῷ δαίμονι ὑπὲρ τῆς πατρίδος, se diis devovere.
-
117 καθ-ιερεύω
καθ-ιερεύω, opfern, schlachten; Plat. Phaedr. 252 c; Arist. Eth. 7, 6; ἐπὶ τῆς ἑστίας τὸν ἱκέτην D. Hal. 8, 1.
-
118 καθ-ειργμός
καθ-ειργμός, ὁ, das Einschließen, Sp.
-
119 καθ-ιερο υργέω
καθ-ιερο υργέω, dasselbe, D. Sic. 20, 14.
-
120 καθ-εκτικός
καθ-εκτικός, ή, όν, an-, fest-, zurückhaltend; κοτυληδόνας καϑεκτικὰς ὧν λαμβάνουσι Arist. H. A. 10, 3; Sp., καὶ ἰξῶδες Artemid. 2, 14.
См. также в других словарях:
καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά … Dictionary of Greek
καθ' — καθά , καθά according as indeclform (adverb) καθό , καθό in so far as indeclform (adverb) κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆθ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆθ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия
ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… … Православная энциклопедия
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Locrian Greek — (Locrian dialect, Greek: Λοκρική διάλεκτος) is one of the ancient Greek dialects, which was spoken by the Locrians in Locris, Central Greece. It is classified as a dialect of Doric Northwest Greek. The Locrians were divided into two, the Ozolian… … Wikipedia
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek