1 καθ-εψέω
καθ-εψέω, s. καϑέΨω.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > καθ-εψέω
2 καθεψεω
(καθεψεῖσθαι ἔν τινι Luc.)
(τὸν ἵππον Xen.)
Древнегреческо-русский словарь > καθεψεω