-
1 καχ-ήμερος
καχ-ήμερος, böse Tage habend, kümmerlich lebend, Ggstz καλήμερος, Pallad. 143 (IX, 508).
-
2 καχήμερος
καχ-ήμερος, böse Tage habend, kümmerlich lebend
См. также в других словарях:
καχήμερος — καχήμερος, ον (Α) αυτός που ζει άθλια, που περνά κακές μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο ήμερος, ολ ήμερος] … Dictionary of Greek