-
1 καχημερος
См. также в других словарях:
καχήμερος — καχήμερος, ον (Α) αυτός που ζει άθλια, που περνά κακές μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο ήμερος, ολ ήμερος] … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
καχημερία — καχημερία, ἡ (Α) [καχήμερος] το να περνάει κανείς δύσκολες μέρες … Dictionary of Greek