-
1 καυχαλίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυχαλίς
-
2 καυσαλίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυσαλίς
См. также в других словарях:
καυχαλίς — καυχαλίς, ίδος, ἡ (Α) καυσαλίς*, φλύκταινα από έγκαυμα, φουσκάλα, καντήλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καυσαλίς] … Dictionary of Greek