-
1 καυτήρ
καυτήρburner: masc nom sg -
2 καυτήρ
1 that burnsτὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95
-
3 καυτήρ
II v. καυστήρ. -
4 καυτήρων
καυτήρburner: masc gen pl -
5 καυστήρ
A cauterizing apparatus, Hp.Haem.6 (cited as καυτήρ by Gal.19.111); in form καυτήρ, Hippiatr.26, Gal.14.782; on the accent, v. Hdn.Gr.2.922.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυστήρ
-
6 καυτήρα
-
7 καυτῆρα
-
8 καυτήρας
-
9 καυτῆρας
-
10 καυτήρες
-
11 καυτῆρες
-
12 καυτήρι
-
13 καυτῆρι
-
14 καυτήρος
-
15 καυτῆρος
-
16 καυτήρσι
-
17 καυτῆρσι
-
18 καυτήρσιν
-
19 καυτῆρσιν
-
20 μαχαιριωτός
A = μαχαιρωτός, καυτήρ v.l. in Paul.Aeg.6.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιριωτός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καυτήρ — burner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρα — καυτήρ burner masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρας — καυτήρ burner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρες — καυτήρ burner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρι — καυτήρ burner masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρος — καυτήρ burner masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρσι — καυτήρ burner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρσιν — καυτήρ burner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτήρων — καυτήρ burner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… … Dictionary of Greek
καυτήρας — ο (ΑΜ καυτήρ, ῆρος) [καίω] μετάλλινο εργαλείο ειδικό για καυτηριάσεις μσν. αρχ. το έγκαυμα από καυτηρίαση, το στίγμα που αφήνει ο καυτηριασμός («ὁ δὲ τύπος τοῡ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που καίει, καυστικός («ταύρῳ χαλκέῳ… … Dictionary of Greek