-
1 καυματώδες
-
2 καυματῶδες
См. также в других словарях:
καυματῶδες — καυματώδης burning masc/fem voc sg καυματώδης burning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυματώδης — καυματώδης, ῶδες (ΑΜ) [καύμα] αυτός που καίει πολύ («θέρος οὐ λίην καυματῶδες ἐγένετο», Ιπποκρ.) αρχ. πυρετώδης («καυματώδεα ῥίγεα») … Dictionary of Greek