-
1 κατασαμινθεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασαμινθεύω
См. также в других словарях:
κατασαμινθεύω — (Α) βάζω σε λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ασαμινθεύω (< ἀσάμινθος «μπανιέρα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek