-
1 καταναγκαζω
1) принуждать, заставлять(τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Thuc.; τινὰ ποιεῖν τι Isae.; τινά τι Luc.)
2) связывать, сковывать(δεσμοῖς κατηναγκασμένος Eur.; βίος κατηναγκασμένος Plut.)
3) мучить, пытать(τὸ σῶμα Luc.)
См. также в других словарях:
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
καταργίζω — (I) καταργίζω (Α) αναγκάζω κάποιον να αργοπορήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀργίζω (< ἀργός [II])]. (II) καταργίζω (Μ) 1. βρίζω, καταριέμαι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταργισμένος, η, ον αφορισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. κατ ήργ ησα… … Dictionary of Greek
μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… … Dictionary of Greek
κατεγγυώ — κατεγγυῶ, άω (Α) 1. (για πατέρα που δίνει την κόρη του σε γάμο) υπόσχομαι να δώσω, μνηστεύω, αρραβωνιάζω («σοὶ δὲ παῑδ ἐγὼ κατεγγυῶ», Ευρ.) 2. (ως αττ. νομ. όρος) καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, αναγκάζω κάποιον να δώσει εγγύηση (α. «κατηγγύησεν αὐτὴν… … Dictionary of Greek
καταδικάζω — (AM καταδικάζω) [καταδίκη] εκδίδω καταδικαστική απόφαση, κρίνω κάποιον ως ένοχο σε δίκη, επιβάλλω ποινή, τιμωρώ νεοελλ. 1. κρίνω εκ τών προτέρων την τύχη κάποιου («ο θεός τόν καταδίκασε να σέρνεται») 2. προδικάζω κακή έκβαση, προοιωνίζομαι κακό… … Dictionary of Greek
καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ … Dictionary of Greek
καταμηλώ — καταμηλῶ, όω (Α) 1. εξετάζω την πληγή βάζοντας τη μήλη 2. προκαλώ εμετό βάζοντας καθετήρα 3. μτφ. αναγκάζω με το δικαστήριο τον κλέφτη να αποδώσει, να «ξεράσει», τα κλοπιμαία 4. φρ. «καταμηλῶ τὰ έρια» βυθίζω το μαλλί σε βαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) … Dictionary of Greek
καταπαννυχίζω — (Α) 1. αναγκάζω κάποιον να περάσει όλη τη νύχτα άγρυπνος 2. μέσ. καταπαννυχίζομαι περνώ τη νύχτα ξάγρυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παννυχίζω «γιορτάζω άγρυπνος όλη τη νύχτα»] … Dictionary of Greek
κατασπέρχω — (Α) 1. αναγκάζω κάποιον να προχωρεί γρήγορα 2. (για άνεμο) πνέω με ορμή 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τo κατασπέρχον υπόθεση που δεν επιδέχεται αναβολή 4. παθ. κατασπέρχομαι επείγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπέρχω «θέτω σε γρήγορη κίνηση»] … Dictionary of Greek
καταστομίζω — (Α) αναγκάζω κάποιον να σωπάσει, τού κλείνω το στόμα, αποστομώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στομίζω (< στόμα), πρβλ. εν στομίζω, επι στομίζω] … Dictionary of Greek
κατατροχάζω — (Α) (επιτ. τ. τού τροχάζω*) 1. αναγκάζω κάποιον να τρέχει 2. προωθώ, παρακινώ 3. ενεργώ επιδρομή, λεηλατώ, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τροχάζω «τρέχω γρήγορα»] … Dictionary of Greek