-
1 κατ-άντης
κατ-άντης, neutr. κάταντες, nach Arcad. 118, 1, herabgehend, abschüssig; ὁδός Ar. Ran. 127; γεώλο φος Theocr. 1, 13; Hippocr.; ἐπὶ τὸ κάταντες Plat. Tim. 77 d; πέτρας ἐπεκυλίνδουν εἰς τὸ κάταντες Xen. Hell. 3, 5, 20; Sp. – Uebertr., geneigt, leicht, ἕρπει κατάντης συμφορὰ πρὸς τἀγαϑόν Eur. Rhes. 318; πρὸς τὰ χείρονα κατάντης Plut. ad. et am. discr. 12.
-
2 κατάντης
κατ-άντης, herabgehend, abschüssig. Übertr., geneigt, leicht -
3 καταντης
21) идущий под гору, наклонный, покатый(γεώλοφος Theocr.; ὁδός Arph.; πορεῖαι Arst.; τόποι Plut.)
2) склонный, расположенный, тяготеющий(πρὸς τὰ χείρονα, πρὸς πᾶσαν χάριν Plut.)
3) ведущий, приводящий(πρὸς τἀγαθόν Eur.)
-
4 ἐπάντης
ἐπάντης, - εςGrammatical information: adj.Meaning: `steep' (Th. 7, 79).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Like ἀν-, κατ-άντης a. o. from a noun ἀντ- in ἄντα, ἀντί (s. vv.) `front' with adjectivial σ-stem inflexion; so prop. `with the front-side shown'.Page in Frisk: 1,532Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπάντης
См. также в других словарях:
προσάντης — όσαντες, ΝΑ, και δωρ. τ. ποτάντης, όταντες, Α 1. ανηφορικός, ανωφερής και, κυρίως, απόκρημνος («πόλις... πάνυ μακρὰν ἔχουσα καὶ προσάντη πανταχόθεν ἀνάβασιν», Πολ.) 2. μτφ. δύσκολος, δυσχερής αρχ. 1. ενοχλητικός, δυσάρεστος ή ανιαρός («ἐπεί τε… … Dictionary of Greek
κατάντης — ες (Α κατάντης, κάταντες) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάντη τα προς τα κάτω μέρη («τα κατάντη τού ποταμού» τα μέρη τού ποταμού που βρίσκονται προς τις εκβολές) αρχ. 1. κατωφερής, απόκρημνος, επικλινής («το δ ἄλλο στράτευμα... ἐν τῷ… … Dictionary of Greek