-
1 κατ-ωρυχής
κατ-ωρυχής, s. κατῶρυξ, u. eben da κατώρυχα.
См. также в других словарях:
νεωρυχής — νεωρυχής, ές (Α) αυτός που εξορύχθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ωρυχής (< ὀρύσσω), πρβλ. κατ ωρυχής. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση ἐν συνθέσει] … Dictionary of Greek