-
1 κατοικησις
- εως ἥ1) заселение(καλεῖται, διὰ τέν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν, καὴ ἥ ἀκρόπολις μέχρι τοῦδε ἔτι πόλις Thuc.)
2) жилище, местопребывание(τῶν προγόνων Plat.; τέν κατοίκησιν ἔχειν ἔν τινι NT.)
См. также в других словарях:
κατασκαφής — κατασκαφής, ές (Α) ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυ σκαφής, νεο σκαφής] … Dictionary of Greek
πανοικεσία — και πανοικησίᾳ Α επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια, οικογενειακώς («πανοικεσίᾳ τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῡντο», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. *πανοικεσία < παν * + οικεσία (< θ. οἰκέτ τού οἰκέτ ης με… … Dictionary of Greek