-
1 κατ-ουρίζω
κατ-ουρίζω, zum Ziel hintreiben, von günstigem Fahrwinde; Soph. Trach. 824 intraus., τάδ' ὀρϑῶς ἔμπεδα κατουρίζει, gehol. ἀσφαλῶς ἀποβαίνει.
-
2 οὐρίζω [2]
οὐρίζω (von οὖρος, günstiger Wind), unter günstigen Wind bringen, gew. übertr. zu Glück verhelfen, in eine günstige Lage bringen, beglücken; absolut, τὸν αὐτὸν αἰεὶ δαίμον' οὐριεῖν τύχης, Aesch. Pers. 594, vgl. Ch. 315, τί σοι φάμενος ἢ τί ῥέξας τύχοιμ' ἀνέκαϑεν οὐρίσας; von fern her Glück, d. i. Rache und Heil bringend; ὅς τ' ἐμὰν γᾶν φίλαν κατ' ὀρϑὸν οὔρισας, Soph. O. R. 696. Vgl. ἐπουρίζειν.
-
3 κατουρίζω
κατ-ουρίζω, zum Ziel hintreiben, von günstigem Fahrwinde
См. также в других словарях:
ουρίζω — (I) οὐρίζω (Α) ιων. τ. βλ. ορίζω. (II) (Α οὐρίζω) [ούρος (II)] πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο αρχ. 1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.) 2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο… … Dictionary of Greek
κατουρίζω — (Α) 1. φέρνω πλοίο στο λιμάνι με ούριο άνεμο 2. φέρω κάτι σε ευτυχές τέλος («τάδ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει», Σοφ.) 3. (Ησύχ.) χρησιμοποιώ όλα τα καραβόσχοινα, δεν παραμελώ τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐρίζω «μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο» (<… … Dictionary of Greek