-
1 κατοικιζω
1) селить, поселять(Ἴωνάς τε καὴ Κᾶρας ἐς Μέμφιν Her.)
; pass. селиться(ἐν ταύτῃ τῇ χώρα Thuc.)
πρῶτοι οὗτοι ἐν Αἰγύπτῳ ἀλλόγλωσσοι κατοικίσθησαν Her. — они были первыми иноязычными поселенцами в Египте2) переселять(ἐκ Ῥώμης εἰς Καμερίαν Plut.)
3) возвращать из изгнания(τινὰ γαίας πατρῴας ἐστερημένον Aesch.)
4) заселять, населять, колонизировать;(Θεμίσκυραν Aesch.; τέν Σικελίαν Plat.; νήσους Isocr.)
5) учреждать, основывать6) вводить, устанавливать(ἱερὰ θυσίας τέ τινι Plat.)
7) водворять, заключать(ψυχέν ἐν τάφῳ Soph.)
8) вселять, внушать(τυφλὰς ἐλπίδας ἔν τινι Aesch.)
9) создавать, производить(τινὰ εἰς φῶς ἡλίου Eur.)
См. также в других словарях:
κατοικίζω — (ΑΜ κατοικίζω) 1. στέλνω κάποιον να κατοικήσει κάπου («γυναῑκας εἰς φῶς ἡλίου κατῴκισας», Ευρ.) 2. ιδρύω αποικία σε μια χώρα, αποικίζω («ἁπάσας δὲ τὰς νήσους κατῴκισαν», Ισοκρ.) μσν. 1. (ενεργ. και μέσ.) μένω, διαμένω, κατοικώ 2. στρατοπεδεύω αρχ … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek