-
1 κατ-ηρεμέω
κατ-ηρεμέω, beruhigen, βουλόμενος αὐτοὺς κατηρεμῆσαι Xen. An. 7, 1, 22, wohl in κατηρεμίσαι zu ändern.
-
2 κατηρεμέω,
κατ-ηρεμέω, u. κατ-ηρεμίζω, beruhigen -
3 κατηρεμίζω
κατ-ηρεμέω, u. κατ-ηρεμίζω, beruhigen -
4 κατηρεμεω